ἁλίξαντος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλίξαντος''': -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. [[μόρος]] [[θάνατος]], ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως [[αὐτόθι]] 7. 404.
|lstext='''ἁλίξαντος''': -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. [[μόρος]] [[θάνατος]], ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως [[αὐτόθι]] 7. 404.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />poli par la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ξαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 97] vom Meer ausgehöhlt, χοιράδες Q. Maec. 8 (VI, 89); aber μόρος Zon. 9 (VII, 404), wenn die Lesart richtig, Tod im Meere.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίξαντος: -ον, ὁ ξαινόμενος, κατατρωγόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, χοιράδες, Ἀνθ. Π. 6. 89· ἀλ. μόρος θάνατος, ὁ προελθὼν ἐκ τῆς κατὰ τῆς ἀκτῆς προσαράξεως αὐτόθι 7. 404.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poli par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ξαίνω.