ἀποκρύπτω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκρύπτω''': μέλλ. -ψω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἀλλ. Ἐπ. παρατ. ἀποκρύπτασκε εὕρηται παρ’ Ἡσ. Θ. 157: Παθ. ἀόρ. -εκρύβην [ῠ]: μέλλ. -κρῠβήσομαι Ἑβδ. κτλ. Κρύπτω ἀπό τινος, διατηρῶ τι κεκρυμμένον ἀπό τινος, μετ. αἰτ. καὶ γεν., αἴ γάρ μιν θανάτοιο... δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι Ἰλ. Σ. 465· [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους Λ. 717: - μεταγεν. μ. διπλ. αἰτ., ὡς τὸ Λατ. celare aliquem aliquid, [[κρύπτω]] ἢ φυλάττω τι κεκρυμμένον ἀπό τινος, [[ἀποκρύπτω]], [[οὔτε]] σε ἀποκρύψω τὴν ἐμὴν οὐσίην Ἡρόδ. 7. 28· τι ἀπό τινος Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄. δ΄, 27): - Μέσ., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι Πλάτ. Νόμ. 702B, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 29. κτλ. ἀπ. τι, φυλάττω τι μυστικόν, Πλάτ. Πρωτ. 348E, πρβλ 327B. 2) [[ἀποκρύπτω]] ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀπὸ τῆς ὄψεως, [[κρύπτω]], Ὀδ. Ρ. 286, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας [[φάος]] Ἀρχίλ. 74 (31)· τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀστῶν ἀπ. Ἡρόδ. 7. 226· ἀποκρύψει [[φάος]] νὺξ Αἰσχύλ. Πρ. 24· χιὼν ἀπ. τι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ἀπ. τὴν σοφίαν Πλάτ. Ἀπολ. 22D· ἀπ. τι ἔν τινι Ἰσοκρ. 11B· εἴς τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 483, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 7: - Μέσ., μετ’ ἀπαρ., ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι, [[ἀποκρύπτω]] τὰς πράξεις μου, Θουκ. 2. 53· περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Λυσ. 110. 2· ὁ παθ. πρκμ. ἔχει τὴν αὐτὴν σημασ. παρὰ Δημ. 836. 19, οὐκ ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν: - Παθ., τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ τῶν νεῶν ἀποκεκρυμμένον Ἡρόδ. 7. 45· τοὺς ἀποκρυπτομένους, ἐκείνους οἵτινες ἀποσύρονται ἀπὸ τοῦ δημοσίου, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 8. 3) ἀμαυρῶ, [[σκιάζω]], Εὐρ. Ἀποσπ. 152· ἡ [[πλημμέλεια]] ἐκείνην τὴν σοφίαν ἀπ. Πλάτ. Ἀπολ. 22D. ΙΙ. ἀπ. γῆν, χάνω ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου τὴν γῆν, ἐπὶ πλοίων ἀποπλεόντων εἰς τὸ [[πέλαγος]], ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Phaeacum abscondimus arces, ἀντίθετον τῷ [[ἀνοίγνυμι]] (Ι. 3), φεύγειν εἰς τὸ [[πέλαγος]]… ἀποκρύψαντα γῆν Πλάτ. Πρωτ. 338A· [[ἐπειδὴ]] ἀπεκρύψαμεν αὐτούς, ὅτε δὲν ἐβλέπομεν πλέον αὐτούς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38: - οὕτω πιθ. αὐτοὺς (δηλ. τοὺς Ἀργείους) πρέπει νὰ ὑπονοηθῇ ἐν Θουκ. 5. 65· καὶ ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 44 (Γαισφ.) ἔχομεν ἀποκρύπτουσι Πελειάδες (ἐνν. ἑαυτάς), ἐξαφανίζονται.
|lstext='''ἀποκρύπτω''': μέλλ. -ψω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἀλλ. Ἐπ. παρατ. ἀποκρύπτασκε εὕρηται παρ’ Ἡσ. Θ. 157: Παθ. ἀόρ. -εκρύβην [ῠ]: μέλλ. -κρῠβήσομαι Ἑβδ. κτλ. Κρύπτω ἀπό τινος, διατηρῶ τι κεκρυμμένον ἀπό τινος, μετ. αἰτ. καὶ γεν., αἴ γάρ μιν θανάτοιο... δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι Ἰλ. Σ. 465· [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους Λ. 717: - μεταγεν. μ. διπλ. αἰτ., ὡς τὸ Λατ. celare aliquem aliquid, [[κρύπτω]] ἢ φυλάττω τι κεκρυμμένον ἀπό τινος, [[ἀποκρύπτω]], [[οὔτε]] σε ἀποκρύψω τὴν ἐμὴν οὐσίην Ἡρόδ. 7. 28· τι ἀπό τινος Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄. δ΄, 27): - Μέσ., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι Πλάτ. Νόμ. 702B, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 29. κτλ. ἀπ. τι, φυλάττω τι μυστικόν, Πλάτ. Πρωτ. 348E, πρβλ 327B. 2) [[ἀποκρύπτω]] ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀπὸ τῆς ὄψεως, [[κρύπτω]], Ὀδ. Ρ. 286, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας [[φάος]] Ἀρχίλ. 74 (31)· τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀστῶν ἀπ. Ἡρόδ. 7. 226· ἀποκρύψει [[φάος]] νὺξ Αἰσχύλ. Πρ. 24· χιὼν ἀπ. τι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ἀπ. τὴν σοφίαν Πλάτ. Ἀπολ. 22D· ἀπ. τι ἔν τινι Ἰσοκρ. 11B· εἴς τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 483, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 7: - Μέσ., μετ’ ἀπαρ., ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι, [[ἀποκρύπτω]] τὰς πράξεις μου, Θουκ. 2. 53· περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Λυσ. 110. 2· ὁ παθ. πρκμ. ἔχει τὴν αὐτὴν σημασ. παρὰ Δημ. 836. 19, οὐκ ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν: - Παθ., τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ τῶν νεῶν ἀποκεκρυμμένον Ἡρόδ. 7. 45· τοὺς ἀποκρυπτομένους, ἐκείνους οἵτινες ἀποσύρονται ἀπὸ τοῦ δημοσίου, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 8. 3) ἀμαυρῶ, [[σκιάζω]], Εὐρ. Ἀποσπ. 152· ἡ [[πλημμέλεια]] ἐκείνην τὴν σοφίαν ἀπ. Πλάτ. Ἀπολ. 22D. ΙΙ. ἀπ. γῆν, χάνω ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου τὴν γῆν, ἐπὶ πλοίων ἀποπλεόντων εἰς τὸ [[πέλαγος]], ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Phaeacum abscondimus arces, ἀντίθετον τῷ [[ἀνοίγνυμι]] (Ι. 3), φεύγειν εἰς τὸ [[πέλαγος]]… ἀποκρύψαντα γῆν Πλάτ. Πρωτ. 338A· [[ἐπειδὴ]] ἀπεκρύψαμεν αὐτούς, ὅτε δὲν ἐβλέπομεν πλέον αὐτούς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38: - οὕτω πιθ. αὐτοὺς (δηλ. τοὺς Ἀργείους) πρέπει νὰ ὑπονοηθῇ ἐν Θουκ. 5. 65· καὶ ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 44 (Γαισφ.) ἔχομεν ἀποκρύπτουσι Πελειάδες (ἐνν. ἑαυτάς), ἐξαφανίζονται.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποκρύψω, <i>ao.</i> ἀπέκρυψα;<br /><b>I.</b> cacher :<br /><b>1</b> mettre en lieu sûr, soustraire : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινα θανάτοιο [[νόσφιν]] ἀ. IL soustraire qqn à la mort;<br /><b>2</b> cacher, couvrir;<br /><b>II.</b> perdre de vue : τινά arriver hors de la vue de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκρύπτομαι cacher, dissimuler, garder secret : [[τι]] qch ; τινά [[τι]] qch à qqn ; ἀ. μὴ ποιεῖν THC dissimuler qu’on fait ; [[πρός]] τινα ἀποκρύψασθαι ISOCR, <i>rar.</i> τινα ἀποκρύπτεσθαι XÉN se cacher de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρύπτω]].
}}
}}