θελκτήριον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θελκτήριον''': τό, = θέλγητρόν, [[θέλκτρον]], ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, [[ἔνθα]] τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215˙ ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337˙ θεῶν [[θελκτήριον]], [[μέσον]] τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509˙ πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670˙ γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886˙ νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166˙ ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.
|lstext='''θελκτήριον''': τό, = θέλγητρόν, [[θέλκτρον]], ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, [[ἔνθα]] τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215˙ ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337˙ θεῶν [[θελκτήριον]], [[μέσον]] τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509˙ πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670˙ γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886˙ νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166˙ ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> charme magique, enchantement;<br /><b>2</b> moyen d’apaiser : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l’esprit des mortels ; [[θεῶν]] [[θελκτήριον]] OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς [[θελκτήριον]] EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
}}
}}