θελκτήριον

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτήριον Medium diacritics: θελκτήριον Low diacritics: θελκτήριον Capitals: ΘΕΛΚΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: thelktḗrion Transliteration B: thelktērion Transliteration C: thelktirion Beta Code: qelkth/rion

English (LSJ)

τό, charm, spell, of the girdle of Aphrodite, ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο Il.14.215; of heroic lays, βροτῶν θελκτήρια Od.1.337; θεῶν θ. 8.509; πόνων θελκτήρια means of lightening toil, A.Ch.670 (s. v.l.); γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. Id.Eu.886; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, E.IT166 (lyr.); ψυχῆς θ. Men. 559.

German (Pape)

[Seite 1193] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, ἔνθα δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας, von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 charme magique, enchantement;
2 moyen d'apaiser : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l'esprit des mortels ; θεῶν θελκτήριον OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς θελκτήριον EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.
Étymologie: θέλγω.

Russian (Dvoretsky)

θελκτήριον: τό
1 чары, очарование, услада (βροτῶν Hom.);
2 средство успокоить, умилостивительный дар (θεῶν Hom.; νεκροῖς Eur.);
3 средство облегчить, облегчение (πόνων Aesch.);
4 умение успокоить, способность утешить, обаяние (τῆς γλώσσης Aesch.);
5 успокоение, утоление (ψυχῆς Men.).

Greek (Liddell-Scott)

θελκτήριον: τό, = θέλγητρόν, θέλκτρον, ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215· ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337· θεῶν θελκτήριον, μέσον τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509· πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670· γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886· νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166· ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.

English (Autenrieth)

(θέλγω): any means of charming or winning, spell, charm; attributed to the girdle of Aphrodīte, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14.215; of songs, θελκτήρια βροτῶν (obj. gen.), Od. 1.337; and of the Trojan Horse, a winsome offering to the gods, Od. 8.509.

Greek Monotonic

θελκτήριον: ον (θέλγω), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.
θελκτήριον: τό (θέλγω), ξόρκι, θέλγητρο, φυλαχτό, λέγεται για τη ζώνη της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῶν θελκτήριον, μέσο κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· νεκροῖς θελκτήρια, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.

Middle Liddell

θελκτήριον, ου, τό, θέλγω
a charm, spell, enchantment, of the girdle of Aphrodite, Il.; θεῶν θελκτήριον a means of soothing the gods, Od.; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, Eur.

English (Woodhouse)

charm, enchantment, something that mitigates, something that propitiates, something that soothes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)