ἰάομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰάομαι''': προστ. ἰῶ, ἴδε κατωτ., Ἰων. ἀπαρ. ἰῆσθαι Ἱππ. 308. 38: μέλλ. ἰάσομαι, Εὐρ., κλ.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰήσομαι, Ὀδ., Ἱππ.: ἀόρ. ἰασάμην, Εὐρ., Πλάτ.· Ἰων. ἰησάμην, Ἰλ., κτλ.· - περὶ τοῦ Παθ. ἴδε κατωτ.· - ῑᾱ- παρ’ Ὁμ. κτλ.· βραδύτερον καὶ ῐ, Εὐρ. Ἱππ. 597, Ἀνθ.. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἀμφίβολος]]). Ἰατρεύω, [[θεραπεύω]] τινὰ Ἰλ. Ν. 2· ὀφθαλμὸν Ὀδ. Ι. 525· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 520, Ἰλ. Ε. 899· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 3. 134, κτλ.· ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας Πλάτ. Πολιτικ. 299Α· τὸ [[σῶμα]] Σοφ. Τρ. 1210· τὸ [[σῶμα]] τῶν παθῶν, θεραπεύειν αὐτὸ ἐκ τῶν παθῶν, Κλήμ. Ἀλ. 559. 2) νόσους ἰᾶσθαι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἰατρῶν, Πινδ. Π. 3. 81, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 597, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· - μεταφ., δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1107, Ὀρ. 649, πρβλ. Ἰσοκρ. 136Ε, Αἰσχίν. 63. 31· ἰ. δίκελλαν, ἐπισκευάζειν, Λιβάν. 4. 613· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μὴ ποίει τὸ κακὸν χειρότερον, Ἡρόδ. 3. 53, πρβλ. Θουκ. 5. 65· μὴ κακοῖς ἰῶ κακὰ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 417· κακοῖς [[ὅταν]] θέλωσιν ἰᾶσθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 98. 3) [[θεραπεύω]] τὰ ἀποτελέσματα δηλητηρίου, ἐνεργῶ ὡς [[ἀντιφάρμακον]], [[ἄκρατος]] ἰ. τὸ [[κώνειον]] Πλούτ. 2. 653Α. ΙΙ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἐνεργ. ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν., ἰάσουσα, Νικήτ. Εὐγ. 3. 148, ἰάσαμεν, Γαλην.· - ὁ ἀόρ. ἰάθην [[εἶναι]] ἀείποτε Παθ., ἐθεραπεύθην, «ἀνέλαβα», Ἀνδοκ. 20. 46, Ἀνθολ. Π. 6. 330, Γαλην., Καιν. Δ.· Ἰων. ἰήθην, Ἱππ. 532. 42· οὕτω μέλλ. ἰαθήσομαι, Λουκ. Ὄν. 14, Γεωπ.· ἰάσομαι, Ἀριστείδ. 2. 317: πρκμ. ἴᾱμαι, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 29.
|lstext='''ἰάομαι''': προστ. ἰῶ, ἴδε κατωτ., Ἰων. ἀπαρ. ἰῆσθαι Ἱππ. 308. 38: μέλλ. ἰάσομαι, Εὐρ., κλ.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰήσομαι, Ὀδ., Ἱππ.: ἀόρ. ἰασάμην, Εὐρ., Πλάτ.· Ἰων. ἰησάμην, Ἰλ., κτλ.· - περὶ τοῦ Παθ. ἴδε κατωτ.· - ῑᾱ- παρ’ Ὁμ. κτλ.· βραδύτερον καὶ ῐ, Εὐρ. Ἱππ. 597, Ἀνθ.. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἀμφίβολος]]). Ἰατρεύω, [[θεραπεύω]] τινὰ Ἰλ. Ν. 2· ὀφθαλμὸν Ὀδ. Ι. 525· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 520, Ἰλ. Ε. 899· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 3. 134, κτλ.· ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας Πλάτ. Πολιτικ. 299Α· τὸ [[σῶμα]] Σοφ. Τρ. 1210· τὸ [[σῶμα]] τῶν παθῶν, θεραπεύειν αὐτὸ ἐκ τῶν παθῶν, Κλήμ. Ἀλ. 559. 2) νόσους ἰᾶσθαι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἰατρῶν, Πινδ. Π. 3. 81, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 597, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· - μεταφ., δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1107, Ὀρ. 649, πρβλ. Ἰσοκρ. 136Ε, Αἰσχίν. 63. 31· ἰ. δίκελλαν, ἐπισκευάζειν, Λιβάν. 4. 613· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μὴ ποίει τὸ κακὸν χειρότερον, Ἡρόδ. 3. 53, πρβλ. Θουκ. 5. 65· μὴ κακοῖς ἰῶ κακὰ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 417· κακοῖς [[ὅταν]] θέλωσιν ἰᾶσθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 98. 3) [[θεραπεύω]] τὰ ἀποτελέσματα δηλητηρίου, ἐνεργῶ ὡς [[ἀντιφάρμακον]], [[ἄκρατος]] ἰ. τὸ [[κώνειον]] Πλούτ. 2. 653Α. ΙΙ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἐνεργ. ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν., ἰάσουσα, Νικήτ. Εὐγ. 3. 148, ἰάσαμεν, Γαλην.· - ὁ ἀόρ. ἰάθην [[εἶναι]] ἀείποτε Παθ., ἐθεραπεύθην, «ἀνέλαβα», Ἀνδοκ. 20. 46, Ἀνθολ. Π. 6. 330, Γαλην., Καιν. Δ.· Ἰων. ἰήθην, Ἱππ. 532. 42· οὕτω μέλλ. ἰαθήσομαι, Λουκ. Ὄν. 14, Γεωπ.· ἰάσομαι, Ἀριστείδ. 2. 317: πρκμ. ἴᾱμαι, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>impf.</i> ἰώμην, <i>f.</i> ἰάσομαι, <i>ao.</i> ἰασάμην, <i>pf.</i> [[ἴαμαι]];<br /><i>Pass. f.</i> [[ἰαθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἰάθην]], <i>pf.</i> [[ἴαμαι]];<br /><b>1</b> soigner, guérir, acc.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être guéri, délivré d’un mal.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre.
}}
}}