3,273,735
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατίθημι''': μέλλ. -θήσω: Αἰολ. ἀόρ. ὀνέθεικα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766, πρβλ. 3524. 9, 54 καὶ ἀλλ. Ἐπιτίθημι, [[ἐπιρρίπτω]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], ἐλεγχείην ἀναθήσει μοι, ὡς τὸ μῶμον ἀνάπτειν Ἰλ. Χ. 100· ἀν. [[ἄχθος]], [[ἐπιβάλλω]] ὡς βάρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1056· κινδύνους ἰδιώταις ἀν. Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 24: - ἀλλ’ ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀν. κῦδός τινι Πινδ. Ο. 5. 17, πρβλ. Λυσ. 110. 7. 2) παρὰ πεζοῖς, [[ἀναφέρω]], ἀποδίδω τι εἴς τινα, μεγάλα οἱ χρήματα ἀναθεῖναι Ἡρόδ. 2. 135· οὐ γάρ ἂν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι, δὲν θὰ ἀπέδιδον εἰς αὐτὸν τὴν ἀνέγερσιν τῆς πυραμίδος, [[αὐτόθι]] 134· Φοίβῳ τήνδ’ ἀναθήσω πρᾶξιν Εύρ. Ἠλ. 1296· εἰ μὴ καὶ [[ὅταν]] .. εὖ πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε, ἐκτὸς ἐάν, καὶ [[ὅταν]] παρὰ λόγον συμβῇ [[εὐτυχία]] τις ὑμῖν, ἀποδώσητε αὐτὴν εἰς ἐμέ, Θουκ. 2. 64· οὐ τῷ συμβούλῳ τὴν τοῦ κατορθοῦν .. ἀνέθηκε δύναμιν Δημ. 322. 21· ἀν. τινὶ τὴν αἰτίαν τινὸς Ἰσοκρ. 10Β, Αἰσχίν. 29. 25. β) ἀνατίθημί τινί τι, ὑμῖν ἀναθεὶς ἅπαντα τἀμὰ πράγματα, ἐμπιστευθεὶς εἰς ὑμᾶς τὰ πάντα μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1453, Θουκ. 8. 82· τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον ἀν., ἀφίνω ἢ ἐμπιστεύομαι αὐτὴν εἰς τὸν χρόνον, Πλούτ. 2. 817C. ΙΙ. [[ἀνεγείρω]] τι ὡς [[ἀνάθημα]], ἀφιερῶ, καθιερῶ τινί τι Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 656, Ἡρόδ. 2. 159., 7. 54, Ἀριστοφ. Πλ. 1089, κτλ., Ρήνειαν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι Θουκ. 1. 13· [[ἐντεῦθεν]] αὐτὸ τὸ [[δῶρον]] [[ἤτοι]] τὸ [[ἀφιέρωμα]] ἐκλήθη [[ἀνάθημα]], [[οἷον]] [[ἀνάθημα]] ἀνατιθέναι Ἡρόδ. 1. 53., 2. 182: συνήθως δὲ ἔλεγον ἀνατίθημί τι εἰς Δελφοὺς ἐν Δελφοῖς: - τὰ μὲν νυν ἔς τε Δελφοὺς καὶ ἐς τοῦ Ἀμφιάρεω ἀνέθηκε ὁ αὐτ. 1. 92., 2. 135, 182, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, κτλ., ἀλλ’ ἐν Δελφοῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 377: ἀφιερῶ [[βιβλίον]], Πλουτ. Σύλλ. 6: - Παθ., ἀνατεθῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 849· πρβλ. [[ἀνάκειμαι]]. 2) [[ἁπλῶς]], [[ἱδρύω]], [[ἐγείρω]], [[ἀνεγείρω]], βωμόν, [[νεών]], κτλ., Πολύβ. 5. 93., 10, Πλούτ., κτλ. 3) μεταφ., ἀν. τι λύρᾳ (ὡς παρ’ Ὁρατίῳ commissi calores .. fidibus), ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ Πινδ. Π. 8. 41· [[ὡσαύτως]], ἀν. τὰς ἀκοὰς τοῖς ἀκροάμασι, [[παρέχω]] τὰς ἀκοὰς εἰς .. (= ἀκροῶμαι), Πολύβ. 24. 5. 9. 4) ἄγω καὶ [[καταλείπω]] τινά που, ἀναθεὶς γὰρ ἐπὶ κρημνὸν τιν’ αὐτὸν (τὸν τυφλὸν Πλοῦτον) .. ἄπειμ’ Ἀριστοφ. Πλ. 69· σταυρώνω, τοῦτον δὲ ἀνέθεσαν ζῶντα Πολ. 1. 86. 6. ΙΙΙ. [[ἀναβάλλω]], (πρβλ. [[ἀναθετέον]])· τί γὰρ παρ’ [[ἦμαρ]] [[ἡμέρα]] τέρπειν ἔχει, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; [[ἄλλοτε]] προσεγγίζουσα ἡμᾶς εἰς τὸν θὰνατον καὶ [[ἄλλοτε]] ἀπομακρύνουσα ἡμᾶς ἀπ’ [[αὐτοῦ]]; Σοφ. Αἴ. 476· ἴδε μετάφρ. καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ· οὕτω πιθ. ἐν. Πινδ. Ο. 7. 110. (ἐν τμήσει ἄμ- [[θέμεν]] = ἀναθέμεν), μνασθέντι δὲ [[Ζεὺς]] ἄμ πάλον μέλλεν [[θέμεν]] καὶ ὅτε (ὁ Ἥλιος) ὑπέμνησεν αὐτό, ὁ [[Ζεὺς]] ἔμελλε νὰ ῥίψῃ ἐκ νέου κλήρους. Ἴδε σημ. Δοναλσ. ἐν τόπῳ. - Ἴδε κατωτέρω μέσ. ΙΙ. Β. Μέσ., ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Ξεν. Ἀν. 2. 2, 4· τοῖς ὤμοις ἀν. τι, θέτω τι ἐπὶ τῶν ὤμων μου, Πλούτ. 2. 983Β· ἀλλὰ [[συχνάκις]] ὁμοιότατα πρὸς τὸ ἐνεργ., ἀν. τινὰ ἐφ’ ἵππον ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 11, κτλ. 2) ἐκθέτω, διηγοῦμαί τι εἴς τινα καὶ ζητῶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]], «ὁ Φύστος τῷ Βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον» Πράξ. Ἀποστ. κε΄, 14, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. β΄, 2, Πλούτ. 2. 772D. 3) ἀναθέτω εἰς ἄλλον, ἀφίνω εἰς τὴν διάθεσιν [[αὐτοῦ]], [[ἐθέλω]] σοι .. ἀναθέσθαι ὅ τι βούλει τῶν εἰρημένων Πλάτ. Ἵππαρχ. 229Ε, [[οὔτι]] πᾶν γε τουτί μοι ἀνάθου [[αὐτόθι]] 230Α, καὶ ἀλλ., ἀν. [[περί]] τινος εἰς σύγκλητον, ἀναφέρειν τὴν ἐξέτασιν τοῦ πράγματος εἰς τὴν σύγκλητον, Πολύβ. 22. 27, 11. ΙΙ. τοποθετῶ [[διαφόρως]], μεταθέτω, [[οἷον]] τοὺς πεσσοὺς ἐπὶ τοῦ ἄβακος (ἐν τμήσει), ἀνὰ πάντα τίθεσθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77, ἴδε Λουκ. Ψευδολ. 29. 2) μεταφ., [[ἀποσύρω]] ὅ τι [[προεῖπον]], [[μεταβάλλω]] γνώμην, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 44· καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., ὡς ἀνατίθεσθαι ὅ τι δοκεῖ Πλάτ. Γοργ. 462Α, πρβλ. Πρωτ. 354Ε, Χαρμ. 164D· οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐ τοῦτο [[εἶναι]], δὲν ἀναιρῶ, δὲν [[μεταβάλλω]] τὴν γνώμην μου, [[ὥστε]] νὰ εἴπω ὅτι τοῦτο δὲν ἔχει οὕτω, ὁ Φαίδων 87Α· οὐκ ἀν. μὴ οὐ [[καλῶς]] λέγεσθαι ὁ αὐτ. Μένων 89D· ἴδε ἀνωτ. ἐνεργ. ΙΙΙ. | |lstext='''ἀνατίθημι''': μέλλ. -θήσω: Αἰολ. ἀόρ. ὀνέθεικα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766, πρβλ. 3524. 9, 54 καὶ ἀλλ. Ἐπιτίθημι, [[ἐπιρρίπτω]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], ἐλεγχείην ἀναθήσει μοι, ὡς τὸ μῶμον ἀνάπτειν Ἰλ. Χ. 100· ἀν. [[ἄχθος]], [[ἐπιβάλλω]] ὡς βάρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1056· κινδύνους ἰδιώταις ἀν. Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 24: - ἀλλ’ ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀν. κῦδός τινι Πινδ. Ο. 5. 17, πρβλ. Λυσ. 110. 7. 2) παρὰ πεζοῖς, [[ἀναφέρω]], ἀποδίδω τι εἴς τινα, μεγάλα οἱ χρήματα ἀναθεῖναι Ἡρόδ. 2. 135· οὐ γάρ ἂν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι, δὲν θὰ ἀπέδιδον εἰς αὐτὸν τὴν ἀνέγερσιν τῆς πυραμίδος, [[αὐτόθι]] 134· Φοίβῳ τήνδ’ ἀναθήσω πρᾶξιν Εύρ. Ἠλ. 1296· εἰ μὴ καὶ [[ὅταν]] .. εὖ πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε, ἐκτὸς ἐάν, καὶ [[ὅταν]] παρὰ λόγον συμβῇ [[εὐτυχία]] τις ὑμῖν, ἀποδώσητε αὐτὴν εἰς ἐμέ, Θουκ. 2. 64· οὐ τῷ συμβούλῳ τὴν τοῦ κατορθοῦν .. ἀνέθηκε δύναμιν Δημ. 322. 21· ἀν. τινὶ τὴν αἰτίαν τινὸς Ἰσοκρ. 10Β, Αἰσχίν. 29. 25. β) ἀνατίθημί τινί τι, ὑμῖν ἀναθεὶς ἅπαντα τἀμὰ πράγματα, ἐμπιστευθεὶς εἰς ὑμᾶς τὰ πάντα μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1453, Θουκ. 8. 82· τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον ἀν., ἀφίνω ἢ ἐμπιστεύομαι αὐτὴν εἰς τὸν χρόνον, Πλούτ. 2. 817C. ΙΙ. [[ἀνεγείρω]] τι ὡς [[ἀνάθημα]], ἀφιερῶ, καθιερῶ τινί τι Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 656, Ἡρόδ. 2. 159., 7. 54, Ἀριστοφ. Πλ. 1089, κτλ., Ρήνειαν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι Θουκ. 1. 13· [[ἐντεῦθεν]] αὐτὸ τὸ [[δῶρον]] [[ἤτοι]] τὸ [[ἀφιέρωμα]] ἐκλήθη [[ἀνάθημα]], [[οἷον]] [[ἀνάθημα]] ἀνατιθέναι Ἡρόδ. 1. 53., 2. 182: συνήθως δὲ ἔλεγον ἀνατίθημί τι εἰς Δελφοὺς ἐν Δελφοῖς: - τὰ μὲν νυν ἔς τε Δελφοὺς καὶ ἐς τοῦ Ἀμφιάρεω ἀνέθηκε ὁ αὐτ. 1. 92., 2. 135, 182, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, κτλ., ἀλλ’ ἐν Δελφοῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 377: ἀφιερῶ [[βιβλίον]], Πλουτ. Σύλλ. 6: - Παθ., ἀνατεθῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 849· πρβλ. [[ἀνάκειμαι]]. 2) [[ἁπλῶς]], [[ἱδρύω]], [[ἐγείρω]], [[ἀνεγείρω]], βωμόν, [[νεών]], κτλ., Πολύβ. 5. 93., 10, Πλούτ., κτλ. 3) μεταφ., ἀν. τι λύρᾳ (ὡς παρ’ Ὁρατίῳ commissi calores .. fidibus), ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ Πινδ. Π. 8. 41· [[ὡσαύτως]], ἀν. τὰς ἀκοὰς τοῖς ἀκροάμασι, [[παρέχω]] τὰς ἀκοὰς εἰς .. (= ἀκροῶμαι), Πολύβ. 24. 5. 9. 4) ἄγω καὶ [[καταλείπω]] τινά που, ἀναθεὶς γὰρ ἐπὶ κρημνὸν τιν’ αὐτὸν (τὸν τυφλὸν Πλοῦτον) .. ἄπειμ’ Ἀριστοφ. Πλ. 69· σταυρώνω, τοῦτον δὲ ἀνέθεσαν ζῶντα Πολ. 1. 86. 6. ΙΙΙ. [[ἀναβάλλω]], (πρβλ. [[ἀναθετέον]])· τί γὰρ παρ’ [[ἦμαρ]] [[ἡμέρα]] τέρπειν ἔχει, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; [[ἄλλοτε]] προσεγγίζουσα ἡμᾶς εἰς τὸν θὰνατον καὶ [[ἄλλοτε]] ἀπομακρύνουσα ἡμᾶς ἀπ’ [[αὐτοῦ]]; Σοφ. Αἴ. 476· ἴδε μετάφρ. καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ· οὕτω πιθ. ἐν. Πινδ. Ο. 7. 110. (ἐν τμήσει ἄμ- [[θέμεν]] = ἀναθέμεν), μνασθέντι δὲ [[Ζεὺς]] ἄμ πάλον μέλλεν [[θέμεν]] καὶ ὅτε (ὁ Ἥλιος) ὑπέμνησεν αὐτό, ὁ [[Ζεὺς]] ἔμελλε νὰ ῥίψῃ ἐκ νέου κλήρους. Ἴδε σημ. Δοναλσ. ἐν τόπῳ. - Ἴδε κατωτέρω μέσ. ΙΙ. Β. Μέσ., ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Ξεν. Ἀν. 2. 2, 4· τοῖς ὤμοις ἀν. τι, θέτω τι ἐπὶ τῶν ὤμων μου, Πλούτ. 2. 983Β· ἀλλὰ [[συχνάκις]] ὁμοιότατα πρὸς τὸ ἐνεργ., ἀν. τινὰ ἐφ’ ἵππον ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 11, κτλ. 2) ἐκθέτω, διηγοῦμαί τι εἴς τινα καὶ ζητῶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]], «ὁ Φύστος τῷ Βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον» Πράξ. Ἀποστ. κε΄, 14, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. β΄, 2, Πλούτ. 2. 772D. 3) ἀναθέτω εἰς ἄλλον, ἀφίνω εἰς τὴν διάθεσιν [[αὐτοῦ]], [[ἐθέλω]] σοι .. ἀναθέσθαι ὅ τι βούλει τῶν εἰρημένων Πλάτ. Ἵππαρχ. 229Ε, [[οὔτι]] πᾶν γε τουτί μοι ἀνάθου [[αὐτόθι]] 230Α, καὶ ἀλλ., ἀν. [[περί]] τινος εἰς σύγκλητον, ἀναφέρειν τὴν ἐξέτασιν τοῦ πράγματος εἰς τὴν σύγκλητον, Πολύβ. 22. 27, 11. ΙΙ. τοποθετῶ [[διαφόρως]], μεταθέτω, [[οἷον]] τοὺς πεσσοὺς ἐπὶ τοῦ ἄβακος (ἐν τμήσει), ἀνὰ πάντα τίθεσθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77, ἴδε Λουκ. Ψευδολ. 29. 2) μεταφ., [[ἀποσύρω]] ὅ τι [[προεῖπον]], [[μεταβάλλω]] γνώμην, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 44· καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., ὡς ἀνατίθεσθαι ὅ τι δοκεῖ Πλάτ. Γοργ. 462Α, πρβλ. Πρωτ. 354Ε, Χαρμ. 164D· οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐ τοῦτο [[εἶναι]], δὲν ἀναιρῶ, δὲν [[μεταβάλλω]] τὴν γνώμην μου, [[ὥστε]] νὰ εἴπω ὅτι τοῦτο δὲν ἔχει οὕτω, ὁ Φαίδων 87Α· οὐκ ἀν. μὴ οὐ [[καλῶς]] λέγεσθαι ὁ αὐτ. Μένων 89D· ἴδε ἀνωτ. ἐνεργ. ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀναθήσω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> enlever et poser sur : [[σκεύη]] [[ἀν]]. XÉN charger qqn de bagages ; <i>fig.</i> ἐλεγχείην [[ἀν]]. τινί IL charger qqn d’un blâme ; [[μεγάλα]] τινὶ χρήματα [[ἀν]]. HDT attribuer à qqn de grandes sommes d’argent ; τινι τὴν αἰτίαν τινὸς [[ἀν]]. ISOCR attribuer à qqn la cause de qch ; τινι πυραμίδα [[ἀν]]. ποιήσασθαι HDT attribuer à qqn la construction d’une pyramide ; <i>p. ext.</i> confier, remettre : πράγματά τινι THC des affaires à qqn;<br /><b>2</b> tenir suspendu : τινα ἐπὶ κρημνόν AR tenir qqn suspendu sur un précipice;<br /><b>3</b> suspendre (aux murs d’un temple) ; dédier, consacrer;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) placer en arrière ; reculer, différer : [[ἀν]]. [[τοῦ]] κατθανεῖν SOPH reculer l’instant de la mort;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνατίθεμαι (<i>f.</i> ἀναθήσομαι, <i>etc.</i>);<br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> enlever et poser (pour soi) sur : ἀναθέσθαι τὰ [[σκεύη]] ἐπὶ τὰ ὑποζύγια XÉN charger ses bagages sur les bêtes de somme ; τοῖς ὤμοις [[ἀν]]. [[τι]] PLUT se charger les épaules de qch;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire part de, communiquer ; τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) déplacer (<i>les pions sur un échiquier</i>) ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. [[τι]] XÉN retirer un avis, changer d’avis ; [[οὐκ]] ἀνατίθεμαι μὴ [[οὐ]] [[τοῦτο]] [[εἶναι]] PLAT je ne nie pas qu’il en soit ainsi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |