ζῳογονέω: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῳογονέω''': [[παράγω]], γεννῶ ζῴα, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 2· ἐπὶ σηπομένων ὑλῶν παραγουσῶν σκώληκας· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 3. 24, 3. ΙΙ. ζωογονέω, [[παράγω]], γεννῶ ζῶντα πλάσματα, ἡ [[φύσις]] ζωογονεῖ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3, Λουκ. Ἔρωσ. 19· ζωογ. παρθένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς τεκόντος τὴν Παλλάδα ζῶσαν ἐκ τῆς κεφαλῆς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Θεῶν Διαλ. 8, Διόδ. 1. 23. - Παθ., [[λαμβάνω]] ζωήν, γεννῶμαι ζῶν, Ἀριστ. Θαυμασ. 23. 2) [[παρέχω]] ζωήν, χαρίζω εἴ τι ζωήν, τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 2. - Παθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 294, Ἰσίδ. παρ’ Ἀθην. 93D. 3) διατηρῶ ζῶντα, ἐν τῇ ζωῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 33. - Παθ., Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 19. 4) = [[ζωγρέω]], Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. κζ΄, 11).
|lstext='''ζῳογονέω''': [[παράγω]], γεννῶ ζῴα, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 2· ἐπὶ σηπομένων ὑλῶν παραγουσῶν σκώληκας· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 3. 24, 3. ΙΙ. ζωογονέω, [[παράγω]], γεννῶ ζῶντα πλάσματα, ἡ [[φύσις]] ζωογονεῖ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3, Λουκ. Ἔρωσ. 19· ζωογ. παρθένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς τεκόντος τὴν Παλλάδα ζῶσαν ἐκ τῆς κεφαλῆς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Θεῶν Διαλ. 8, Διόδ. 1. 23. - Παθ., [[λαμβάνω]] ζωήν, γεννῶμαι ζῶν, Ἀριστ. Θαυμασ. 23. 2) [[παρέχω]] ζωήν, χαρίζω εἴ τι ζωήν, τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 2. - Παθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 294, Ἰσίδ. παρ’ Ἀθην. 93D. 3) διατηρῶ ζῶντα, ἐν τῇ ζωῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 33. - Παθ., Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 19. 4) = [[ζωγρέω]], Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. κζ΄, 11).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />engendrer des vers <i>ou</i> animalcules ; <i>Pass.</i> se remplir de vers.<br />'''Étymologie:''' [[ζῳογόνος]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1143] Thiere, lebendige Wesen hervorbringen, Theophr.; zeugen, πᾶν ἔμψυχον Luc. am. 19; παρθένον D. D. 8; bei S. Emp. adv. gramm. 264 steht ἐζωγονῆσθαι; beleben, Ath. VII, 298 c. Am Leben erhalten, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογονέω: παράγω, γεννῶ ζῴα, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 2· ἐπὶ σηπομένων ὑλῶν παραγουσῶν σκώληκας· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 3. 24, 3. ΙΙ. ζωογονέω, παράγω, γεννῶ ζῶντα πλάσματα, ἡ φύσις ζωογονεῖ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3, Λουκ. Ἔρωσ. 19· ζωογ. παρθένον, ἐπὶ τοῦ Διὸς τεκόντος τὴν Παλλάδα ζῶσαν ἐκ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Θεῶν Διαλ. 8, Διόδ. 1. 23. - Παθ., λαμβάνω ζωήν, γεννῶμαι ζῶν, Ἀριστ. Θαυμασ. 23. 2) παρέχω ζωήν, χαρίζω εἴ τι ζωήν, τι Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 2. - Παθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 294, Ἰσίδ. παρ’ Ἀθην. 93D. 3) διατηρῶ ζῶντα, ἐν τῇ ζωῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 33. - Παθ., Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 19. 4) = ζωγρέω, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. κζ΄, 11).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des vers ou animalcules ; Pass. se remplir de vers.
Étymologie: ζῳογόνος.