3,274,916
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐανθής''': -ές, ([[ἄνθος]]) [[ἀνθηρός]], [[ζωηρός]], θάλλων, μεταφορ. ἐπὶ τῶν πρώτων τριχῶν τῶν γενείων, πυκάσαι τε [[γένυς]] εὐανθέϊ λάχνῃ, [[ὅπερ]] ταὐτὸν τῷ: «γένυν πεπυκάσθαι, ὅ ἐστιν ἐσκεπάσθαι εὐανθέϊ [[λάχνη]]» (Εὐστ.). «εὐφυεῖ τριχώσει» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 320· ἴδε ἐν λέξ. [[οἰνάνθη]] Ι. 3. ΙΙ. ἔχων ἀφθονίαν ὡραίων ἀνθέων, ἀγροὶ Θέογν. 1200· κόλποι λειμώνων Ἀριστοφ. Βατρ. 373· κεκοσμημένος δι’ ἀνθέων, Πινδ. Π. 2. 113. 2) [[ἀνθηρός]], [[φαιδρός]], [[λαμπρός]], [[χρῶμα]] Πλάτ. Φαίδων 100C. πρβλ. Ἀριστ. περὶ Χρωμ., 2. 3 καὶ 5· ἐσθὴς Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 15· βαφαὶ Αἰλ. π. Ζ. 16. 41· [[πορφύρα]] Ἀνθ. Π. 6. 250· τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος, τὰ λαμπρὰ τοῦ πτηνοῦ χρώματα, Ἀθήν. 399Α. ΙΙΙ. μεταφ., [[ἀνθηρός]], [[ζωηρός]], [[ὡραῖος]], [[καλός]], [[ὄλβος]] Πινδ. Ι. 5 (4). 16· ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 7 (6). 48, πρβλ. Ο. 6. 144, Ἀριστοφ. Νεφ. 1002· εὐανθεῖ ὀργᾷ, εὐγενεῖ τρόπῳ, Πινδ. Π. 1. 173· ἐν ἅλμῃ... εὐανθεστέρα, ἁλμυρωτέρα, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις»1. 21. | |lstext='''εὐανθής''': -ές, ([[ἄνθος]]) [[ἀνθηρός]], [[ζωηρός]], θάλλων, μεταφορ. ἐπὶ τῶν πρώτων τριχῶν τῶν γενείων, πυκάσαι τε [[γένυς]] εὐανθέϊ λάχνῃ, [[ὅπερ]] ταὐτὸν τῷ: «γένυν πεπυκάσθαι, ὅ ἐστιν ἐσκεπάσθαι εὐανθέϊ [[λάχνη]]» (Εὐστ.). «εὐφυεῖ τριχώσει» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 320· ἴδε ἐν λέξ. [[οἰνάνθη]] Ι. 3. ΙΙ. ἔχων ἀφθονίαν ὡραίων ἀνθέων, ἀγροὶ Θέογν. 1200· κόλποι λειμώνων Ἀριστοφ. Βατρ. 373· κεκοσμημένος δι’ ἀνθέων, Πινδ. Π. 2. 113. 2) [[ἀνθηρός]], [[φαιδρός]], [[λαμπρός]], [[χρῶμα]] Πλάτ. Φαίδων 100C. πρβλ. Ἀριστ. περὶ Χρωμ., 2. 3 καὶ 5· ἐσθὴς Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 15· βαφαὶ Αἰλ. π. Ζ. 16. 41· [[πορφύρα]] Ἀνθ. Π. 6. 250· τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος, τὰ λαμπρὰ τοῦ πτηνοῦ χρώματα, Ἀθήν. 399Α. ΙΙΙ. μεταφ., [[ἀνθηρός]], [[ζωηρός]], [[ὡραῖος]], [[καλός]], [[ὄλβος]] Πινδ. Ι. 5 (4). 16· ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 7 (6). 48, πρβλ. Ο. 6. 144, Ἀριστοφ. Νεφ. 1002· εὐανθεῖ ὀργᾷ, εὐγενεῖ τρόπῳ, Πινδ. Π. 1. 173· ἐν ἅλμῃ... εὐανθεστέρα, ἁλμυρωτέρα, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις»1. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> brillant de fleurs, abondant en fleurs;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aux couleurs variées <i>ou</i> éclatantes;<br /><b>3</b> florissant, abondant, touffu;<br /><b>4</b> qui est dans sa fleur.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄνθος]]. | |||
}} | }} |