Anonymous

εὐανθής: Difference between revisions

From LSJ
6_7
(13_6a)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] ές, schön, reichlich sprossend, [[λάχνη]], Od. 11, 318; [[κόμη]], Philostr.; schön blühend, blumenreich, Pind. oft, z. B. [[στέφανος]] I. 6, 51, [[ὄλβος]] 4, 14; auch [[στόλος]], P. 2, 62; [[ἁλικία]], I. 6, 34, wie λιπαρὸς καὶ εὐανθὴς ἐν γυμνασίοις διατρίψεις Ar. Nubb. 1002; εὐανθεῖς κόλποι λειμώνων Ran. 373; sp. D., wie Nic. Al. 402. – Uebertr., buntfarbig, schön, [[χρῶμα]] Plat. Phaed. 100 c; [[ἐσθής]] Luc. rhet. praec. 15; τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος Ath. IX, 399 a; – [[ἅλμη]] εὐανθεστέρα, Sotad. bei Ath. VII, 293 dv. 21, geht auf die Stärke der Lake.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] ές, schön, reichlich sprossend, [[λάχνη]], Od. 11, 318; [[κόμη]], Philostr.; schön blühend, blumenreich, Pind. oft, z. B. [[στέφανος]] I. 6, 51, [[ὄλβος]] 4, 14; auch [[στόλος]], P. 2, 62; [[ἁλικία]], I. 6, 34, wie λιπαρὸς καὶ εὐανθὴς ἐν γυμνασίοις διατρίψεις Ar. Nubb. 1002; εὐανθεῖς κόλποι λειμώνων Ran. 373; sp. D., wie Nic. Al. 402. – Uebertr., buntfarbig, schön, [[χρῶμα]] Plat. Phaed. 100 c; [[ἐσθής]] Luc. rhet. praec. 15; τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος Ath. IX, 399 a; – [[ἅλμη]] εὐανθεστέρα, Sotad. bei Ath. VII, 293 dv. 21, geht auf die Stärke der Lake.
}}
{{ls
|lstext='''εὐανθής''': -ές, ([[ἄνθος]]) [[ἀνθηρός]], [[ζωηρός]], θάλλων, μεταφορ. ἐπὶ τῶν πρώτων τριχῶν τῶν γενείων, πυκάσαι τε [[γένυς]] εὐανθέϊ λάχνῃ, [[ὅπερ]] ταὐτὸν τῷ: «γένυν πεπυκάσθαι, ὅ ἐστιν ἐσκεπάσθαι εὐανθέϊ [[λάχνη]]» (Εὐστ.). «εὐφυεῖ τριχώσει» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 320· ἴδε ἐν λέξ. [[οἰνάνθη]] Ι. 3. ΙΙ. ἔχων ἀφθονίαν ὡραίων ἀνθέων, ἀγροὶ Θέογν. 1200· κόλποι λειμώνων Ἀριστοφ. Βατρ. 373· κεκοσμημένος δι’ ἀνθέων, Πινδ. Π. 2. 113. 2) [[ἀνθηρός]], [[φαιδρός]], [[λαμπρός]], [[χρῶμα]] Πλάτ. Φαίδων 100C. πρβλ. Ἀριστ. περὶ Χρωμ., 2. 3 καὶ 5· ἐσθὴς Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 15· βαφαὶ Αἰλ. π. Ζ. 16. 41· [[πορφύρα]] Ἀνθ. Π. 6. 250· τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος, τὰ λαμπρὰ τοῦ πτηνοῦ χρώματα, Ἀθήν. 399Α. ΙΙΙ. μεταφ., [[ἀνθηρός]], [[ζωηρός]], [[ὡραῖος]], [[καλός]], [[ὄλβος]] Πινδ. Ι. 5 (4). 16· ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 7 (6). 48, πρβλ. Ο. 6. 144, Ἀριστοφ. Νεφ. 1002· εὐανθεῖ ὀργᾷ, εὐγενεῖ τρόπῳ, Πινδ. Π. 1. 173· ἐν ἅλμῃ... εὐανθεστέρα, ἁλμυρωτέρα, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις»1. 21.
}}
}}