κηροπλάστης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηροπλάστης''': -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C.
|lstext='''κηροπλάστης''': -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />modeleur en cire ; qui forme <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πλάσσω]].
}}
}}