κηροπλάστης
English (LSJ)
κηροπλάστου, ὁ, modeller in wax: modeller, Pl.Ti.74c, Ptol.Tetr.180.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modeleur en cire ; qui forme en gén.
Étymologie: κηρός, πλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηροπλάστης -ου, ὁ [κηρός, πλάσσω] boetseerder (in was).
Russian (Dvoretsky)
κηροπλάστης: ου ὁ лепящий из воска, ваятель Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κηροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C.
Greek Monolingual
ο (Α κηροπλάστης)
αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από κερί («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῦσι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά
2. (εντομ.) γένος εντόμων της οικογένειας coccidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. μυθοπλάστης, τριχοπλάστης.