Anonymous

κηροπλάστης: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />modeleur en cire ; qui forme <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πλάσσω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />modeleur en cire ; qui forme <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κηροπλάστης]])<br />αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από [[κερί]] («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά<br /><b>2.</b> <b>(εντομ.)</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας coccidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μυθο</i>-[[πλάστης]], <i>τριχο</i>-[[πλάστης]].
}}
}}