νεόσσιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόσσιον''': Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[νεοσσός]], νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν [[ὀρνίθιον]] νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ [[κρόκος]] (πρβλ. [[λέκιθος]]), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40˙ - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον˙ Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν [[λέκιθον]]˙ καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε [[νεοσσός]] ἐν τέλ.
|lstext='''νεόσσιον''': Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[νεοσσός]], νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν [[ὀρνίθιον]] νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ [[κρόκος]] (πρβλ. [[λέκιθος]]), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40˙ - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον˙ Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν [[λέκιθον]]˙ καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε [[νεοσσός]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit d’un oiseau;<br /><b>2</b> jaune d’œuf.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 244] τό, att, νεόττιον, dim. von νεοσσός, junger Vogel, bes. Küchlein, Ar. Av. 547, νεόττιον τοῦ πατρός, 767; aber auch von anderen Thieren, Arist. H. A. 4, 9. 5, 8; Ael. H. A. 17, 15; auch = Kindchen (die Accentuation νεοσσίον ist falsch).

Greek (Liddell-Scott)

νεόσσιον: Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ νεοσσός, νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν ὀρνίθιον νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ κρόκος (πρβλ. λέκιθος), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40˙ - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον˙ Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν λέκιθον˙ καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε νεοσσός ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit d’un oiseau;
2 jaune d’œuf.
Étymologie: νεοττός.