πάροικος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάροικος''': -ον, ὁ κατοικῶν πλησίον, γειτνιάζων, [[μετὰ]] γενικ., Κάδμου πάροικοι Σοφ. Ἀντ. 1155· πόλεις πάροικοι Θρῃσκίων ἐπαύλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 869· [[μετὰ]] δοτ., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Διογ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 636Α, πρβλ. Θουκ. 3. 113· - ἀπολ., [[γείτων]], Σαπφὼ 83, Σοφ. Ἀποσπ. 446· - Ἀττικὸς π., παροιμ., ἐπὶ ἀνησύχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 12, Παροιμιογρ. 2) [[πάροικος]] [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς τοὺς γείτονας, Ἡρόδ. 7. 235. ΙΙ. [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 3. κ. ἀλλ.)· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐν ξένῃ χώρᾳ παραμένων, [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], Διογ. Λ. 1· 8, 2· πολίταις καὶ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 45, πρβλ. 1631, 2906, κ. ἀλλαχ., Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 29.
|lstext='''πάροικος''': -ον, ὁ κατοικῶν πλησίον, γειτνιάζων, [[μετὰ]] γενικ., Κάδμου πάροικοι Σοφ. Ἀντ. 1155· πόλεις πάροικοι Θρῃσκίων ἐπαύλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 869· [[μετὰ]] δοτ., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Διογ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 636Α, πρβλ. Θουκ. 3. 113· - ἀπολ., [[γείτων]], Σαπφὼ 83, Σοφ. Ἀποσπ. 446· - Ἀττικὸς π., παροιμ., ἐπὶ ἀνησύχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 12, Παροιμιογρ. 2) [[πάροικος]] [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς τοὺς γείτονας, Ἡρόδ. 7. 235. ΙΙ. [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 3. κ. ἀλλ.)· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐν ξένῃ χώρᾳ παραμένων, [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], Διογ. Λ. 1· 8, 2· πολίταις καὶ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 45, πρβλ. 1631, 2906, κ. ἀλλαχ., Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 29.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> voisin de, gén. <i>ou</i> dat. ; <i>abs.</i> voisin;<br /><b>2</b> qui concerne un voisin : [[πάροικος]] [[πόλεμος]] guerre avec des peuples voisins.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἰκέω]].
}}
}}