πάροικος

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροικος Medium diacritics: πάροικος Low diacritics: πάροικος Capitals: ΠΑΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: pároikos Transliteration B: paroikos Transliteration C: paroikos Beta Code: pa/roikos

English (LSJ)

πάροικον,
A dwelling beside or dwelling near, neighbouring, c. gen., Κάδμου πάροικοι… δόμων S.Ant.1155; [πόλεις]π.Ρῃκίων ἐπαύλων A.Pers.869 (lyr.): c. dat., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Diog.Trag.1.7, cf. Th.3.113: abs., ἡ π. πηλαμύς S.Fr.503; neighbour, οὐκ ἀσίνης π. Sapph.80; Ἀττικὸς π., prov. of a restless neighbour, Arist.Rh. 1395a18, Duris 96J.
2 π. πόλεμος war with neighbours, Hdt.7.235.
II foreign, alien, LXX Ge.15.13, al.; σπέρμα π. ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ Act.Ap. 7.6: as substantive, sojourner in another's house, D.L.1.82: generally, alien, stranger, LXX Le.22.10: in later Greek, = μέτοικος, SIG398.37 (Cos, iii B. C.), IG7.2712.64 (Acraeph.), OGI1338.12,20, al.(Pergam., ii B. C.), etc.; = colonus, Cod.Just. 1.34.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 525] benachbart, Nachbar; πόλεις πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων, Aesch. Pers. 850; Soph. Ant. 1139; Thuc. 3, 113 u. Sp.; übtr., πόλεμ ος, Her. 7, 235; – ὁ πάροικος, der in einer Stadt ohne Bürgerrecht lebende Fremde, inquilinus, = μέτοικος, Sp., wie N.T. – Ἀττικὸς πάροικος, sprichwörtlich, Zenob. 2, 28; vgl. Arist. rhet. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 voisin de, gén. ou dat. ; abs. voisin;
2 qui concerne un voisin : πάροικος πόλεμος guerre avec des peuples voisins;
NT: étranger ; exilé.
Étymologie: παρά, οἰκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάροικος -ον [παρά, οἶκος] naburig, buur-, wonend naast:; πάροικος πόλεμος oorlog met de buurlanden Hdt. 7.235.3; met gen..; Στρυμίου πελάγους... πάροικοι... ἐπαύλεις verblijfplaatsen die naburig zijn aan de Golf van Strymon Aeschl. Pers. 869; Κάδμου πάροικοι buren van Cadmus Soph. Ant. 1155; uitdr.. Ἀττικὸς πάροικος Attische buurman (van iem. die overlast geeft) Aristot. Rh. 1395a20. subst. vreemdeling. NT 1 Pet. 2.11.

Russian (Dvoretsky)

πάροικος:
1 соседний (πόλεις Aesch.);
2 соседский: π. πόλεμος Her. война с соседями.
II
1 сосед: Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος Soph. живущие возле дворца Кадма и Амфиона, т. е. фиванцы; ὁ Ἀττικὸς π. погов. Arst. аттический сосед, т. е. беспокойный, опасный;
2 парэк, житель-иноземец Diog. L., NT.

English (Strong)

from παρά and οἶκος; having a home near, i.e. (as noun) a by-dweller (alien resident): foreigner, sojourn, stranger.

English (Thayer)

πάροικον (παρά and οἶκος);
1. in classical Greek dwelling near, neighboring.
2. in the Scriptures a stranger, foreigner, one who lives in a place without the right of citizenship; (R. V. sojourner); the Sept. for גֵּר and תּושָׁב (see παροικέω 2, and παροικία (and cf. Schmidt, Syn., 43,5; Liddell and Scott, under the word)): followed by ἐν with the dative of place, without citizenship in God's kingdom: joined with ξένος and opposed to συμπολίτης, μόνος κύριος ὁ Θεός πολίτης ἐστι, πάροικον δέ καί ἐπηλυτον τό γενητον ἅπαν, Philo de cherub. § 34 (cf. Mangey 1:161 note)); one who lives on earth as a stranger, a sojourner on the earth: joined with παρεπίδημος (which see), of Christians, whose fatherland is heaven, 1 Peter 2:11. (Cf. Ep. ad Diognet. § 5,5 [ET].)

Greek Monolingual

ο / πάροικος, -ον, ΝΜΑ
ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα (α. «οι Έλληνες πάροικοι της Αιγύπτου» β. «ἔφυγε Μωϋσῆς... καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν γῇ Μαδιάμ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι πάροικοι
οι ενορίτες
2. ο κάτοικος
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί δίπλα ή κοντά σε κάποιον, ο γείτονας, ο γειτονικός (πόλεις πάροικοι Θρηκίων ἐπαύλων», Αισχύλ.)
2. ξένος, αλλοδαπόςοὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλά συμπολίται ἁγίων», ΚΔ)
3. αυτός που κατοικεί κάποιου πρόσκαιρα, προσωρινά («ξένος καὶ πάροικος ἐπὶ γῆς δεικνύμενος», Μηναί.)
4. ο μέτοικος
5. ο άποικος
6. στον πληθ. όσοι ήταν εγκατεστημένοι σε καλλιεργούμενα χωρία ως μικρέμποροι και τεχνίτες, δεν ασκούσαν όμως τη γεωργία, αλλά ήταν βοηθοί τών γεωργών
7. ως ουσ. οικοδίαιτος δούλος, βοηθός, υπηρέτηςπάροικος ἱερέως, ἤ μισθωτός, οὐ φάγεται ἅγια», ΠΔ)
8. παροιμ. «Ἀττικός πάροικος» — λεγόταν για ανήσυχο γείτονα (Αριστοτ.)
9. φρ. «πάροικος πόλεμος» — ο πόλεμος κατά τών γειτόνων (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶκος (πρβλ. κάτοικος)].

Greek Monotonic

πάροικος: -ον,
I. 1. αυτός που κατοικεί δίπλα ή κοντά, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· με δοτ., σε Θουκ.· απόλ., γείτονας, σε Αριστ.
2. πάροικος πόλεμος, πόλεμος με τους γείτονες, σε Ηρόδ.
II. ως ουσ., παρεπιδημούντας, ξένος, αλλότριος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πάροικος: -ον, ὁ κατοικῶν πλησίον, γειτνιάζων, μετὰ γενικ., Κάδμου πάροικοι Σοφ. Ἀντ. 1155· πόλεις πάροικοι Θρῃσκίων ἐπαύλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 869· μετὰ δοτ., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Διογ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 636Α, πρβλ. Θουκ. 3. 113· - ἀπολ., γείτων, Σαπφὼ 83, Σοφ. Ἀποσπ. 446· - Ἀττικὸς π., παροιμ., ἐπὶ ἀνησύχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 12, Παροιμιογρ. 2) πάροικος πόλεμος, πόλεμος πρὸς τοὺς γείτονας, Ἡρόδ. 7. 235. ΙΙ. ξένος, ἀλλότριος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 3. κ. ἀλλ.)· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐν ξένῃ χώρᾳ παραμένων, ξένος, ἀλλότριος, Διογ. Λ. 1· 8, 2· πολίταις καὶ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 45, πρβλ. 1631, 2906, κ. ἀλλαχ., Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 29.

Middle Liddell

πάρ-οικος, ον,
I. dwelling beside or near, c. gen., Aesch., Soph.; c. dat., Thuc.:—absol. a neighbour, Arist.
2. πάροικος πόλεμος a war with neighbours, Hdt.
II. as substantive a sojourner, alien, NTest.

Chinese

原文音譯:p£roikoj 爬而-哀可士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:在旁-家(者) 相當於: (גּוּר‎) (תֹּושָׁב‎)
字義溯源:寄居的,外地人,客旅,客居的;由(παρά)*=旁,出於)與(οἶκος)*=住處)組成。參讀 (ἀλλότριος)同義字參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(4);徒(2);弗(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 客旅(2) 弗2:19; 彼前2:11;
2) 寄居的(1) 徒7:29;
3) 寄居(1) 徒7:6

Lexicon Thucydideum

accola, dweller nearby, neighbor, 3.113.6.

Translations

neighbouring

Arabic: مُجَاوِر‎; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik