3,277,172
edits
(13_5) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] benachbart, Nachbar; πόλεις πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων, Aesch. Pers. 850; Soph. Ant. 1139; Thuc. 3, 113 u. Sp.; übtr., πόλεμ ος, Her. 7, 235; – ὁ [[πάροικος]], der in einer Stadt ohne Bürgerrecht lebende Fremde, inquilinus, = [[μέτοικος]], Sp., wie N. T. – Ἀττικὸς [[πάροικος]], sprichwörtlich, Zenob. 2, 28; vgl. Arist. rhet. 2, 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] benachbart, Nachbar; πόλεις πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων, Aesch. Pers. 850; Soph. Ant. 1139; Thuc. 3, 113 u. Sp.; übtr., πόλεμ ος, Her. 7, 235; – ὁ [[πάροικος]], der in einer Stadt ohne Bürgerrecht lebende Fremde, inquilinus, = [[μέτοικος]], Sp., wie N. T. – Ἀττικὸς [[πάροικος]], sprichwörtlich, Zenob. 2, 28; vgl. Arist. rhet. 2, 21. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πάροικος''': -ον, ὁ κατοικῶν πλησίον, γειτνιάζων, [[μετὰ]] γενικ., Κάδμου πάροικοι Σοφ. Ἀντ. 1155· πόλεις πάροικοι Θρῃσκίων ἐπαύλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 869· [[μετὰ]] δοτ., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Διογ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 636Α, πρβλ. Θουκ. 3. 113· - ἀπολ., [[γείτων]], Σαπφὼ 83, Σοφ. Ἀποσπ. 446· - Ἀττικὸς π., παροιμ., ἐπὶ ἀνησύχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 12, Παροιμιογρ. 2) [[πάροικος]] [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς τοὺς γείτονας, Ἡρόδ. 7. 235. ΙΙ. [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 3. κ. ἀλλ.)· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐν ξένῃ χώρᾳ παραμένων, [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], Διογ. Λ. 1· 8, 2· πολίταις καὶ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 45, πρβλ. 1631, 2906, κ. ἀλλαχ., Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 29. | |||
}} | }} |