θαυμαστός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαυμαστός''': Ἰων. θωυμ- ἢ [[μᾶλλον]] θωμ- (ἴδε [[θαῦμα]]), ή, όν: - [[θαυμάσιος]], [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10, Ἡρόδ., κτλ. (ἴδε [[θαυμάσιος]])˙ ἔργα μεγάλα καὶ θωυμαστὰ Ἡρόδ. 1. 1˙ [[καρπὸς]] ὁ αὐτ. 9. 122˙ θ. [[λόγος]] γυναικῶν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 46˙ οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοὶ Σοφ. Φ. 191, κτλ.˙ ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι Πλάτ. Συμπ. 220Α˙ θαυμαστὰ δρᾶν [[αὐτόθι]] 151Α˙ θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι …, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13˙ - μετ’ αἰτ., θαυμαστὸς τὸ [[κάλλος]] Πλάτ. Φαίδ. 110C πᾶσαν ἀρετὴν ὁ αὐτ. Νόμ. 945Ε˙ [[μετὰ]] γεν., τῆς εὐσταθείας Πλούτ. Ποπλ. 14˙ τῆς ἐπιεικείας ὁ αὐτ. Περικλ. 39˙ [[μετὰ]] δοτ., πλήθει ὁ αὐτ. Καίσ. 6˙ [[ὡσαύτως]], [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 980D˙ - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, θαυμαστὸν ὅσον …, Λατ. mirum quantum, Πλάτ. Θεαιτ. 150D, κτλ.˙ θαυμαστὸν ἡλίκον Δημ. 738. 20˙ πρβλ. [[θαυμάσιος]]˙ - ἑπομένου εἰ …, Ξεν. Συμπ. 4, 3˙ οὐδὲν θ., εἰ …, Πλάτ.˙ πρβλ. [[θαυμάζω]] Ι. 6. α. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Β˙ θαυμαστῶς ὡς [[σφόδρα]] ὁ αὐτ. Πολ. 331Α˙ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. Συμπ. 192Β, 220Α˙ θαυμαστὰ ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 963, Εὐρ. Ι. Α. 943. ΙΙ. [[θαυμάσιος]], [[ἔξοχος]], [[πατήρ]], [[υἱός]], [[ὄλβος]] Πίνδ. Π. 3. 126., 4. 429., Ν. 9. 108˙ ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς …, ἀλλ’ εἴ τις βροτῶν θ. Σοφ. Ο. Κ. 1664˙ - εἰρωνικῶς, ὡς τὸ [[θαυμάσιος]], πράξας μὲν εὖ, θ. ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Αἰσχύ. Πέρσ. 212˙ θ. καὶ γελοῖα Πλάτ. Θεαιτ. 145Β˙ ὦ θαυμαστὲ ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Α˙ ὦ θαυμαστότατοι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 10.
|lstext='''θαυμαστός''': Ἰων. θωυμ- ἢ [[μᾶλλον]] θωμ- (ἴδε [[θαῦμα]]), ή, όν: - [[θαυμάσιος]], [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10, Ἡρόδ., κτλ. (ἴδε [[θαυμάσιος]])˙ ἔργα μεγάλα καὶ θωυμαστὰ Ἡρόδ. 1. 1˙ [[καρπὸς]] ὁ αὐτ. 9. 122˙ θ. [[λόγος]] γυναικῶν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 46˙ οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοὶ Σοφ. Φ. 191, κτλ.˙ ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι Πλάτ. Συμπ. 220Α˙ θαυμαστὰ δρᾶν [[αὐτόθι]] 151Α˙ θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι …, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13˙ - μετ’ αἰτ., θαυμαστὸς τὸ [[κάλλος]] Πλάτ. Φαίδ. 110C πᾶσαν ἀρετὴν ὁ αὐτ. Νόμ. 945Ε˙ [[μετὰ]] γεν., τῆς εὐσταθείας Πλούτ. Ποπλ. 14˙ τῆς ἐπιεικείας ὁ αὐτ. Περικλ. 39˙ [[μετὰ]] δοτ., πλήθει ὁ αὐτ. Καίσ. 6˙ [[ὡσαύτως]], [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 980D˙ - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, θαυμαστὸν ὅσον …, Λατ. mirum quantum, Πλάτ. Θεαιτ. 150D, κτλ.˙ θαυμαστὸν ἡλίκον Δημ. 738. 20˙ πρβλ. [[θαυμάσιος]]˙ - ἑπομένου εἰ …, Ξεν. Συμπ. 4, 3˙ οὐδὲν θ., εἰ …, Πλάτ.˙ πρβλ. [[θαυμάζω]] Ι. 6. α. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Β˙ θαυμαστῶς ὡς [[σφόδρα]] ὁ αὐτ. Πολ. 331Α˙ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. Συμπ. 192Β, 220Α˙ θαυμαστὰ ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 963, Εὐρ. Ι. Α. 943. ΙΙ. [[θαυμάσιος]], [[ἔξοχος]], [[πατήρ]], [[υἱός]], [[ὄλβος]] Πίνδ. Π. 3. 126., 4. 429., Ν. 9. 108˙ ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς …, ἀλλ’ εἴ τις βροτῶν θ. Σοφ. Ο. Κ. 1664˙ - εἰρωνικῶς, ὡς τὸ [[θαυμάσιος]], πράξας μὲν εὖ, θ. ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Αἰσχύ. Πέρσ. 212˙ θ. καὶ γελοῖα Πλάτ. Θεαιτ. 145Β˙ ὦ θαυμαστὲ ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Α˙ ὦ θαυμαστότατοι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> étonnant, merveilleux, extraordinaire : θαυμαστὸν ποιεῖς [[ὅτι]] XÉN tu fais une chose étonnante en ce que ; θαυμαστὸς τὸ [[κάλλος]] PLAT merveilleux de beauté ; [[θαυμαστός]] τινος <i>ou</i> τινι <i>ou</i> [[πρός]] [[τι]] merveilleux en qch ; θαυμαστὸν [[εἰ]] XÉN il est étonnant que ; θαυμαστὸν [[ὅσον]] PLAT <i>ou</i> θαυμαστὰ [[ὡς]] EUR, θαυμαστὰ ὅσα PLAT, θαυμαστὸν ἡλίκον DÉM (<i>lat.</i> mirum quantum) étonnamment, merveilleusement;<br /><b>2</b> admirable, excellent : ὦ θαυμαστέ PLAT admirable ami ; ὦ θαυμαστότατοι XÉN hommes très admirables;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> θαυμαστὰ καὶ γελοῖα PLAT choses étranges et risibles;<br />Cp. θαυμαστότερος, <i>Sp.</i> θαυμαστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]].
}}
}}