Anonymous

θαυμαστός: Difference between revisions

From LSJ
6_23
(13_6b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1189.png Seite 1189]] (vgl. [[θαυμάσιος]]), bewundert, wunderbar, bewundernswerth; H. h. Cer. 10; oft bei Pind., [[πατήρ]], [[υἱός]], [[στρατός]], [[ὄλβος]], P. 3, 71. 4, 241. 2, 47 N. 9, 45; oft in Prosa, ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά Her. 1, 1, ἀ νὴρ θ. καὶ [[δεινός]] Plat. Rep. X, 596 c; auch ὦ θαυμαστέ, wie ὦ θαυμάσιε, Polit. 265 a; θαυμαστὸς τῆς εὐσταθείας, wegen, Plut. Popl. 14; – οὐδὲν θαυμαστόν ἐστι, es ist nicht zu verwundern, Dem. 11, 19; ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι, ὅτι Plat Symp. 220 a; θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς Xen. Mem. 2, 7, 13; θαυμαστὸν ὅσον, Wunder wie viel, mirum quantum, Plat. Theaet. 150 d; θαυμαστὸν ἡλίκον Dem. 24, 122; – mit folgdm εἰ, Xen. Symp. 4, 3. – Adv., z. B. θαυμαστῶς ὡς [[σφόδρα]] Plat. Rep. I, 331 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1189.png Seite 1189]] (vgl. [[θαυμάσιος]]), bewundert, wunderbar, bewundernswerth; H. h. Cer. 10; oft bei Pind., [[πατήρ]], [[υἱός]], [[στρατός]], [[ὄλβος]], P. 3, 71. 4, 241. 2, 47 N. 9, 45; oft in Prosa, ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά Her. 1, 1, ἀ νὴρ θ. καὶ [[δεινός]] Plat. Rep. X, 596 c; auch ὦ θαυμαστέ, wie ὦ θαυμάσιε, Polit. 265 a; θαυμαστὸς τῆς εὐσταθείας, wegen, Plut. Popl. 14; – οὐδὲν θαυμαστόν ἐστι, es ist nicht zu verwundern, Dem. 11, 19; ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι, ὅτι Plat Symp. 220 a; θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς Xen. Mem. 2, 7, 13; θαυμαστὸν ὅσον, Wunder wie viel, mirum quantum, Plat. Theaet. 150 d; θαυμαστὸν ἡλίκον Dem. 24, 122; – mit folgdm εἰ, Xen. Symp. 4, 3. – Adv., z. B. θαυμαστῶς ὡς [[σφόδρα]] Plat. Rep. I, 331 a.
}}
{{ls
|lstext='''θαυμαστός''': Ἰων. θωυμ- ἢ [[μᾶλλον]] θωμ- (ἴδε [[θαῦμα]]), ή, όν: - [[θαυμάσιος]], [[ἄξιος]] θαυμασμοῦ, [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10, Ἡρόδ., κτλ. (ἴδε [[θαυμάσιος]])˙ ἔργα μεγάλα καὶ θωυμαστὰ Ἡρόδ. 1. 1˙ [[καρπὸς]] ὁ αὐτ. 9. 122˙ θ. [[λόγος]] γυναικῶν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 46˙ οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοὶ Σοφ. Φ. 191, κτλ.˙ ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι Πλάτ. Συμπ. 220Α˙ θαυμαστὰ δρᾶν [[αὐτόθι]] 151Α˙ θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι …, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13˙ - μετ’ αἰτ., θαυμαστὸς τὸ [[κάλλος]] Πλάτ. Φαίδ. 110C πᾶσαν ἀρετὴν ὁ αὐτ. Νόμ. 945Ε˙ [[μετὰ]] γεν., τῆς εὐσταθείας Πλούτ. Ποπλ. 14˙ τῆς ἐπιεικείας ὁ αὐτ. Περικλ. 39˙ [[μετὰ]] δοτ., πλήθει ὁ αὐτ. Καίσ. 6˙ [[ὡσαύτως]], [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 980D˙ - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, θαυμαστὸν ὅσον …, Λατ. mirum quantum, Πλάτ. Θεαιτ. 150D, κτλ.˙ θαυμαστὸν ἡλίκον Δημ. 738. 20˙ πρβλ. [[θαυμάσιος]]˙ - ἑπομένου εἰ …, Ξεν. Συμπ. 4, 3˙ οὐδὲν θ., εἰ …, Πλάτ.˙ πρβλ. [[θαυμάζω]] Ι. 6. α. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Β˙ θαυμαστῶς ὡς [[σφόδρα]] ὁ αὐτ. Πολ. 331Α˙ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. Συμπ. 192Β, 220Α˙ θαυμαστὰ ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 963, Εὐρ. Ι. Α. 943. ΙΙ. [[θαυμάσιος]], [[ἔξοχος]], [[πατήρ]], [[υἱός]], [[ὄλβος]] Πίνδ. Π. 3. 126., 4. 429., Ν. 9. 108˙ ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς …, ἀλλ’ εἴ τις βροτῶν θ. Σοφ. Ο. Κ. 1664˙ - εἰρωνικῶς, ὡς τὸ [[θαυμάσιος]], πράξας μὲν εὖ, θ. ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Αἰσχύ. Πέρσ. 212˙ θ. καὶ γελοῖα Πλάτ. Θεαιτ. 145Β˙ ὦ θαυμαστὲ ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Α˙ ὦ θαυμαστότατοι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 10.
}}
}}