3,277,119
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνίζω''': μέλλ. κνίσω ῐ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1198˙ ἔκνισα Πίνδ., Ἀριστοφ., Δωρ. ἔκνιξα Πινδ. Ι. 6 (5). 74. ― Παθ., ἀόρ., ἐκνίσθην Εὐρ. Ἀνδρ. 209, Θεόκρ. (πρβλ. [[κνάω]]). Ξέω, ξύνω ὡς τὸ [[κνάω]], Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 9. 20, 4, Ἀθήν. 51Β˙ ― [[ἐντεῦθεν]], [[φθείρω]], ἐλαττώνω, Πινδ. Ι. 5 (4). 74˙ ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 8˙ [[ἀλλά]], 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, [[πειράζω]], [[ἐρεθίζω]], ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, [[ταράσσω]], Λατ. pungere (πρβλ. [[ὑποκνίζω]]), τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ [[ἔρως]] Ἡρόδ. 6. 62, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 568˙ ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη Θεόκρ. 4. 59, πρβλ. 5. 122˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων αἰσθημάτων, [[κόρος]] κνίζει Πινδ. Π. 8. 44˙ ἐπὶ ἀνησυχίας, Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ γνώμη Ἡρόδ. 7. 12˙ τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (ἐνν. τὸν θεὸν) [[αὐτόθι]] 10, 5˙ ἔκνιζέ μ’ ἀεὶ τοῦθ’ Σοφ. Ο. Τ. 786˙ τὸ βουλεύεσθαί μ’ ἔκνιζε Εὐρ. Ι. Α. 350˙ κακίαις μ’ ἔκνισε Ἀριστοφ. Σφ. 1268˙ οὐ... κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον, δὲν θὰ [[προσβάλλω]] ἑκάστην λέξιν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1198˙ [[ἐρεθίζω]], παρορμῶ εἰς ζηλοτυπίαν, Ἀλκίφρων 1. 32˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀδεῖά νιν ἔκνιξε [[χάρις]] Πινδ. Ι. 6. (5). 74. ― Παθ., Εὐρ. Μήδ. 555, Ἀνδρ. 209˙ κνίζεσθαί τινος, κεντεῖσθαι (ὑπὸ ἔρωτος) [[πρός]] τινα, Θεόκρ. 4. 59, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε˙ κνιζόμενος ὑπ’ ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδὶ Ἀππ. Καρχηδ. 10. β) κν. ὀργάν, διεγείρειν, ἐξεγείρειν ὀργήν, Πινδ. Ν. 5. 59, πρβλ. Π. 11. 36. | |lstext='''κνίζω''': μέλλ. κνίσω ῐ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1198˙ ἔκνισα Πίνδ., Ἀριστοφ., Δωρ. ἔκνιξα Πινδ. Ι. 6 (5). 74. ― Παθ., ἀόρ., ἐκνίσθην Εὐρ. Ἀνδρ. 209, Θεόκρ. (πρβλ. [[κνάω]]). Ξέω, ξύνω ὡς τὸ [[κνάω]], Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 9. 20, 4, Ἀθήν. 51Β˙ ― [[ἐντεῦθεν]], [[φθείρω]], ἐλαττώνω, Πινδ. Ι. 5 (4). 74˙ ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 8˙ [[ἀλλά]], 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, [[πειράζω]], [[ἐρεθίζω]], ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, [[ταράσσω]], Λατ. pungere (πρβλ. [[ὑποκνίζω]]), τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ [[ἔρως]] Ἡρόδ. 6. 62, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 568˙ ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη Θεόκρ. 4. 59, πρβλ. 5. 122˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων αἰσθημάτων, [[κόρος]] κνίζει Πινδ. Π. 8. 44˙ ἐπὶ ἀνησυχίας, Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ γνώμη Ἡρόδ. 7. 12˙ τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (ἐνν. τὸν θεὸν) [[αὐτόθι]] 10, 5˙ ἔκνιζέ μ’ ἀεὶ τοῦθ’ Σοφ. Ο. Τ. 786˙ τὸ βουλεύεσθαί μ’ ἔκνιζε Εὐρ. Ι. Α. 350˙ κακίαις μ’ ἔκνισε Ἀριστοφ. Σφ. 1268˙ οὐ... κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον, δὲν θὰ [[προσβάλλω]] ἑκάστην λέξιν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1198˙ [[ἐρεθίζω]], παρορμῶ εἰς ζηλοτυπίαν, Ἀλκίφρων 1. 32˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀδεῖά νιν ἔκνιξε [[χάρις]] Πινδ. Ι. 6. (5). 74. ― Παθ., Εὐρ. Μήδ. 555, Ἀνδρ. 209˙ κνίζεσθαί τινος, κεντεῖσθαι (ὑπὸ ἔρωτος) [[πρός]] τινα, Θεόκρ. 4. 59, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε˙ κνιζόμενος ὑπ’ ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδὶ Ἀππ. Καρχηδ. 10. β) κν. ὀργάν, διεγείρειν, ἐξεγείρειν ὀργήν, Πινδ. Ν. 5. 59, πρβλ. Π. 11. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κνίσω, <i>ao.</i> ἔκνισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐκνίσθην, <i>pf.</i> κέκνισμαι;<br /><b>I.</b> gratter, racler;<br /><b>II.</b> chatouiller;<br /><b>1</b> chatouiller agréablement;<br /><b>2</b> irriter, exciter, enflammer;<br /><b>3</b> chagriner, troubler, tourmenter, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG cf. lett. knidêt « démanger » ; <i>m.irl.</i> cned « blessure » ; apparenté à [[κνῆν]], [[κναίω]]. | |||
}} | }} |