3,277,172
edits
(13_7_2) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1461.png Seite 1461]] (verwandt mit [[κνάω]])=, <b class="b2">ritzen, kratzen, schaben</b>, ἐξ ἐπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς [[καταξύω]] Eust. 1746; ἐπὶ βραχὺ κνίσαντες σιδηρίῳ Ath. II, 51 b; einzeln bei Sp. = verringern, E. M erkl. [[λεπτύνω]]; ὄπιν Pind. I. 4, 58; οὐ κατ' [[ἔπος]] γέ σου κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον Ar. Ran. 1198. – Gew. übertr., <b class="b2">reizen</b>, durch Leidenschaft, bes. Liebe; auch = erbittern, erzürnen, aufbringen, pungere; λόγοι κνῖζον ὀργάν Pind. N. 5, 32; so vom Zorn P. 11, 23; ἔκνιξέν νιν [[χάρις]] I. 5, 48; κνιζομένα, betrübt, Ol. 6, 44; εἴ σε μὴ κνίζοι [[λέχος]] Eur. Med. 568; ἤν τι κνισθῇς Andr. 209; von der Liebe, τὴν ἐρωτίδα, τᾶς ποκ' ἐκνίσθη, zu der er in Liebe entbrannt war, Theocr. 4, 22; vgl. ὁ [[παῖς]] κνίζει με Strat. 47 (XII, 205), öfter in der Anth. – Auch in Prosa; τὸν δὲ ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ [[ἔρως]] Her. 6, 62, wie Sp., App. Hisp. 37; Ath. XIII, 577 e. – Betrüben, kränken, ἐτερπόμην, [[ὅμως]] δ' ἔκνιζέ μ' ἀεὶ τοῦτο Soph. O. R. 786; τὸ βούλεσθαί μ' ἔκνιζε Eur. I. A. 330; κακίαις μ' ἔκνισε Ar. Vesp. 1285; τὰ σμικρὰ [[οὐδέν]] μιν κνίζει Her. 7, 10, 5; ἔκνιζε Ξέρξεα ἡ [[γνώμη]] 7, 12; Sp., wie Hdn. 4, 9, 4. – [Ι im fut. ist kurz, Ar. Ran. 1198; s. Böckh Pind. P. 10, 60.] – Adj. verb. [[κνιστός]], klein geschabt, gehackt, λάχανα Ath. IX, 373 a; VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1461.png Seite 1461]] (verwandt mit [[κνάω]])=, <b class="b2">ritzen, kratzen, schaben</b>, ἐξ ἐπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς [[καταξύω]] Eust. 1746; ἐπὶ βραχὺ κνίσαντες σιδηρίῳ Ath. II, 51 b; einzeln bei Sp. = verringern, E. M erkl. [[λεπτύνω]]; ὄπιν Pind. I. 4, 58; οὐ κατ' [[ἔπος]] γέ σου κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον Ar. Ran. 1198. – Gew. übertr., <b class="b2">reizen</b>, durch Leidenschaft, bes. Liebe; auch = erbittern, erzürnen, aufbringen, pungere; λόγοι κνῖζον ὀργάν Pind. N. 5, 32; so vom Zorn P. 11, 23; ἔκνιξέν νιν [[χάρις]] I. 5, 48; κνιζομένα, betrübt, Ol. 6, 44; εἴ σε μὴ κνίζοι [[λέχος]] Eur. Med. 568; ἤν τι κνισθῇς Andr. 209; von der Liebe, τὴν ἐρωτίδα, τᾶς ποκ' ἐκνίσθη, zu der er in Liebe entbrannt war, Theocr. 4, 22; vgl. ὁ [[παῖς]] κνίζει με Strat. 47 (XII, 205), öfter in der Anth. – Auch in Prosa; τὸν δὲ ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ [[ἔρως]] Her. 6, 62, wie Sp., App. Hisp. 37; Ath. XIII, 577 e. – Betrüben, kränken, ἐτερπόμην, [[ὅμως]] δ' ἔκνιζέ μ' ἀεὶ τοῦτο Soph. O. R. 786; τὸ βούλεσθαί μ' ἔκνιζε Eur. I. A. 330; κακίαις μ' ἔκνισε Ar. Vesp. 1285; τὰ σμικρὰ [[οὐδέν]] μιν κνίζει Her. 7, 10, 5; ἔκνιζε Ξέρξεα ἡ [[γνώμη]] 7, 12; Sp., wie Hdn. 4, 9, 4. – [Ι im fut. ist kurz, Ar. Ran. 1198; s. Böckh Pind. P. 10, 60.] – Adj. verb. [[κνιστός]], klein geschabt, gehackt, λάχανα Ath. IX, 373 a; VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κνίζω''': μέλλ. κνίσω ῐ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1198˙ ἔκνισα Πίνδ., Ἀριστοφ., Δωρ. ἔκνιξα Πινδ. Ι. 6 (5). 74. ― Παθ., ἀόρ., ἐκνίσθην Εὐρ. Ἀνδρ. 209, Θεόκρ. (πρβλ. [[κνάω]]). Ξέω, ξύνω ὡς τὸ [[κνάω]], Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 9. 20, 4, Ἀθήν. 51Β˙ ― [[ἐντεῦθεν]], [[φθείρω]], ἐλαττώνω, Πινδ. Ι. 5 (4). 74˙ ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 8˙ [[ἀλλά]], 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, [[πειράζω]], [[ἐρεθίζω]], ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, [[ταράσσω]], Λατ. pungere (πρβλ. [[ὑποκνίζω]]), τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ [[ἔρως]] Ἡρόδ. 6. 62, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 568˙ ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη Θεόκρ. 4. 59, πρβλ. 5. 122˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων αἰσθημάτων, [[κόρος]] κνίζει Πινδ. Π. 8. 44˙ ἐπὶ ἀνησυχίας, Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ γνώμη Ἡρόδ. 7. 12˙ τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (ἐνν. τὸν θεὸν) [[αὐτόθι]] 10, 5˙ ἔκνιζέ μ’ ἀεὶ τοῦθ’ Σοφ. Ο. Τ. 786˙ τὸ βουλεύεσθαί μ’ ἔκνιζε Εὐρ. Ι. Α. 350˙ κακίαις μ’ ἔκνισε Ἀριστοφ. Σφ. 1268˙ οὐ... κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον, δὲν θὰ [[προσβάλλω]] ἑκάστην λέξιν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1198˙ [[ἐρεθίζω]], παρορμῶ εἰς ζηλοτυπίαν, Ἀλκίφρων 1. 32˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀδεῖά νιν ἔκνιξε [[χάρις]] Πινδ. Ι. 6. (5). 74. ― Παθ., Εὐρ. Μήδ. 555, Ἀνδρ. 209˙ κνίζεσθαί τινος, κεντεῖσθαι (ὑπὸ ἔρωτος) [[πρός]] τινα, Θεόκρ. 4. 59, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε˙ κνιζόμενος ὑπ’ ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδὶ Ἀππ. Καρχηδ. 10. β) κν. ὀργάν, διεγείρειν, ἐξεγείρειν ὀργήν, Πινδ. Ν. 5. 59, πρβλ. Π. 11. 36. | |||
}} | }} |