καταπάσσω: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 22:27, 8 February 2013
English (LSJ)
Att. καταπάττω, fut. -άσω [ᾰ] (v. infr.): aor. 1
A -έπᾰσα Men. 708:—besprinkle, bespatter with, πάντα καταπάσω βουλευματίων Ar. Eq.99: usu. c. dat. rei, ἀψινθίῳ κ. μέλι Men. l. c.; γῇ τὰς κεφαλὰς κ. LXX 2 Ma.10.25: also abs., pour out, κ. Χύδην Pherecr.168:— Pass., καταπαττόμενος Ar.Nu.262:—Med., κ. τὰς κεφαλὰς πηλῷ their own heads, v.l. in D.S.1.72,91. II c. acc. rei, sprinkle, strew over, ἄνθος Χαλκοῦ Hp.Fist.3; ἄλευρα Arist.HA627b20; κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ar.Nu.177:—Med., καταπασάμενος τῆς κεφαλῆς κόνιν on his own head, J.BJ2.21.3 (v.l. καταμησάμενος) ; γῆν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς v.l. in LXXJb.1.20; τῶν στρωμάτων ῥόδα πολλὰ κατεπέπαστο Luc.Asin.7.