χερσόθεν: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χερσόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια [[χερσόθεν]] [[μόλις]] Εὐρ. Ἑλ. 1269· [[εἶτα]] [[χερσόθεν]] πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον [[πάλιν]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὕδωρ]], Πινδ. Ο. 2. 131.
|lstext='''χερσόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια [[χερσόθεν]] [[μόλις]] Εὐρ. Ἑλ. 1269· [[εἶτα]] [[χερσόθεν]] πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον [[πάλιν]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὕδωρ]], Πινδ. Ο. 2. 131.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />de la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[χέρσος]], -θεν.
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1351] adv., vom festen Lande, vom Ufer her; Pind. Ol. 2, 80; Eur. Heracl. 430.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια χερσόθεν μόλις Εὐρ. Ἑλ. 1269· εἶτα χερσόθεν πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕδωρ, Πινδ. Ο. 2. 131.

French (Bailly abrégé)

adv.
de la terre ferme.
Étymologie: χέρσος, -θεν.