3,277,301
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολλαπλόος''': -η, -ον, συνηρ. [[πλοῦς]], ῆ, οῦν, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]], [[βίος]], διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ [[ἁπλοῦς]] καὶ [[εὐθύς]], Πλάτ. Πολ. 397Ε. | |lstext='''πολλαπλόος''': -η, -ον, συνηρ. [[πλοῦς]], ῆ, οῦν, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]], [[βίος]], διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ [[ἁπλοῦς]] καὶ [[εὐθύς]], Πλάτ. Πολ. 397Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όη, όον;<br /><b>1</b> multiple;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui prend toutes sortes de formes, artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], -πλοος. | |||
}} | }} |