Anonymous

πολλαπλόος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλαπλόος''': -η, -ον, συνηρ. [[πλοῦς]], ῆ, οῦν, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]], [[βίος]], διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ [[ἁπλοῦς]] καὶ [[εὐθύς]], Πλάτ. Πολ. 397Ε.
|lstext='''πολλαπλόος''': -η, -ον, συνηρ. [[πλοῦς]], ῆ, οῦν, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]], [[βίος]], διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· [[ὄνομα]] πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ [[ἁπλοῦς]] καὶ [[εὐθύς]], Πλάτ. Πολ. 397Ε.
}}
{{bailly
|btext=όη, όον;<br /><b>1</b> multiple;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui prend toutes sortes de formes, artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], -πλοος.
}}
}}