σκευοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκευοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, [[Πολυδ]]. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[ὑπάλληλος]] φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - [[ὅθεν]], ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694. | |lstext='''σκευοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, [[Πολυδ]]. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[ὑπάλληλος]] φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - [[ὅθεν]], ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br />gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[φύλαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 894] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὑπάλληλος φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - ὅθεν, ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.
Étymologie: σκεῦος, φύλαξ.