μεθίστημι: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(8) |
(No difference)
|
Revision as of 23:10, 8 February 2013
English (LSJ)
A causal, in pres. and impf., fut. and aor. 1, place in another way, change, τοι ταῦτα μεταστήσω I will change thee this present, i. e. give another instead, Od.4.612; μ. τὰ νόμιμα πάντα Hdt.1.65; ὄνομα, τύχην, E.Ba.296, Heracl.935; τὸ μέγα εἰς οὐδὲν χρόνος μ. Id.Fr.304 (lyr.); μ. νόμους X.HG5.4.64; ταύτην τὴν πολιτείαν Pl.R.562c; ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας Th.8.48; ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [τὴν πολιτείαν] X.HG2.3.24; ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους ib.4.8.27; τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους ib.2.2.5; also ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [πολιτείαν] introduce a new polity, Arist.Pol.1301b8; μ. βασιλείαν ἀντὶ τυραννίδος Pl.Ep.319d. 2 c. gen. partit., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος he changes [nothing] of his colour, Ar.Eq.398 (lyr.). II of persons, set free, τινὰ νόσου S.Ph.463; κακῶν, πόνων, E.Hel.1442, IT991, cf. 775; ὕπνου Id.Or.133. 2 remove by killing, αὑτόν J.AJ18.6.2: so in Med., τὸν ἄνθρωπον ib.18.9.5. 3 remove from one place to another, Th.4.57; ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol.1284a21; ἐς ἄλλην χθόνα μ. πόδα E.Ba.49:— aor. 1 Med. μεταστήσασθαι remove from oneself or from one's presence, Hdt.1.89, 8.101, And.1.12, Th.1.79; banish, Aeschin.3.129; μ. φρουρὰς ἐκ πόλεων Plb.18.44.4. B Pass., with aor. 1 μετεστάθην [ᾰ] E.El.1202 (lyr.), D.26.6, also aor. 2, pf., and plpf. Act.: I of persons, stand among or in the midst of, c. dat., ἑτάροισι μεθίστατο Il.5.514. 2 change one's position, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο make way for them, E. Ph.40; depart, παλαιὸν εἰς ἴχνος A.Supp.538 (lyr.); ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.58; ἐκ τυραννικοῦ κύκλου S.Aj.750; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin. 3.165; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Pl.R.518a: c. gen., δεῦρ' Ἰωλκίας χθονός E.Med.551; θρόνων Id.Ph.75; μ. φυγῇ Id.Med.1295: abs., μετάσταθ', ἀπόβαθι S.OC162 (lyr.), cf. D.23.69; ὅταν μεταστῇ [ὄλβος] S.Fr.646.6. 3 c. gen. rei, change, cease from, κότου A.Eu. 900; ξηρῶν τρόπων Ar.V.1451 (lyr.), cf. Pl.365; λύπης, κακῶν, E.Alc. 1122, Hel.856; μ. βίου die, Id.Alc.21 (also μ. alone, J.AJ17.4.2, Plu. 2.1104c; ἑκὼν μ. commit suicide, Vett. Val.94.9); μ. φρενῶν change from one's former mind, change one's mind, E.Ba.944. 4 go over to another party, revolt, Th.1.35, etc.; ἀπό τινος Id.8.76; παρά or πρός τινα, Id.1.107,130. 5 to be banished, ὑπό τινων D.26.6. II of things, change, alter, either for the better, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118; ἐς τὸ λῷον . . μεθέστηκεν κέαρ E.Med.911; or for the worse, ἐξ ἧς [πολιτείας] ἡ ὀλιγαρχία μετέστη from which oligarchy arose by a change, Pl.R.553e, cf. X.HG2.3.24, Arist.Pol.1301a22, Plb.6.9.10; εἴ τι μὴ δαίμων . . μεθέστηκε στρατῷ hath changed for them, A.Pers.158 (troch.); νέος μεθέστηκ' ἐκ γέροντος E.Heracl.796. 2 Medic., of pains, change position, εἰς τὴν ἄνω χώραν Gal.16.652.