πέπηγε: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_5)
 
(Autenrieth)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέπηγε''': γʹ ἑν. βʹ παρακ. τοῦ [[πήγνυμι]], Ἰλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Βʹ, σ. 131.
|lstext='''πέπηγε''': γʹ ἑν. βʹ παρακ. τοῦ [[πήγνυμι]], Ἰλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Βʹ, σ. 131.
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[πήγνῦμι]].
}}
}}

Latest revision as of 15:26, 15 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

πέπηγε: γʹ ἑν. βʹ παρακ. τοῦ πήγνυμι, Ἰλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Βʹ, σ. 131.

English (Autenrieth)

see πήγνῦμι.