πνοά: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 1: Line 1:
{{Slater
 
|sltr=<b>πνοά, πνοιά</b> (πνοά, -αί, -αῖς(ιν), -άς: πνοιαῖς.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[breath]] ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) (O. 6.83) καί μιν [[οὔπω]] τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) (N. 10.74)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[wind]], [[gust]] of [[wind]] [[ἴδε]] καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς [[ὄπιθεν]] Βορέα ψυχροῦ (O. 3.31) [[ἄλλοτε]] δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) (P. 5.121) Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[sound]] of [[wind]]-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) (N. 3.79)
}}
{{Slater
|sltr=<b>πνοά, πνοιά</b> (πνοά, -αί, -αῖς(ιν), -άς: πνοιαῖς.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[breath]] ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) (O. 6.83) καί μιν [[οὔπω]] τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) (N. 10.74)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[wind]], [[gust]] of [[wind]] [[ἴδε]] καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς [[ὄπιθεν]] Βορέα ψυχροῦ (O. 3.31) [[ἄλλοτε]] δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) (P. 5.121) Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[sound]] of [[wind]]-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) (N. 3.79)
}}

Revision as of 13:07, 17 August 2017