κόμα: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(SL_2) |
(No difference)
|
Revision as of 14:38, 17 August 2017
English (Slater)
κόμα (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. & pl.,
1 hair ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) κομᾶν πλόκαμοι (P. 4.82) γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία (I. 7.49) τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pindar speaks of Aigina, nymph and island Πα. . 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.