κόμα

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source

English (Slater)

κόμα (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. & pl., hair ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) κομᾶν πλόκαμοι (P. 4.82) γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία (I. 7.49) τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pindar speaks of Aigina, nymph and island Πα. . 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.

Russian (Dvoretsky)

κόμᾱ: ἁ дор. Pind. = κόμη.