ἀβακήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_19)
(big3_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβακήμων''': -ονος, ὁ, ἡ· [[ἀσύνετος]], [[ἄλαλος]], Ἡσύχ. καὶ Βεκκ. Ἀνέκδ. τόμ. Αϳ, σ. 323.
|lstext='''ἀβακήμων''': -ονος, ὁ, ἡ· [[ἀσύνετος]], [[ἄλαλος]], Ἡσύχ. καὶ Βεκκ. Ἀνέκδ. τόμ. Αϳ, σ. 323.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ignorante]] ἀβακήμονας καλοῦσι τοῦς ἀπαιδεύτους Hdn.<i>Schem</i>.1.<br /><b class="num">2</b> ἀ.· [[ἄλαλος]], [[ἀσύνετος]] Ael.Dion.α 3, Hsch., <i>Et.Gud</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀβακής]].
}}
}}

Revision as of 11:43, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 2] = folg. VLL. erkl. μωρός, ἀσύνετος, ἄλαλος, BA. 323.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβακήμων: -ονος, ὁ, ἡ· ἀσύνετος, ἄλαλος, Ἡσύχ. καὶ Βεκκ. Ἀνέκδ. τόμ. Αϳ, σ. 323.

Spanish (DGE)

-ον
1 ignorante ἀβακήμονας καλοῦσι τοῦς ἀπαιδεύτους Hdn.Schem.1.
2 ἀ.· ἄλαλος, ἀσύνετος Ael.Dion.α 3, Hsch., Et.Gud.

• Etimología: Cf. ἀβακής.