ἀδιάπτωτος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_18) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάπτωτος''': -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς [[σφάλμα]], [[ἀδιάπταιστος]], Ἱππ. 1283. 21, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 110: - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. β. 26, 4· ἀναμαρτήτως, ἐπιτυχῶς, ἐπὶ τοξοτῶν, Ἡλιοδ. 9. 18. 2) [[ἀναμάρτητος]], [[ἄμεμπτος]], ἐπὶ συγγραφέων, Λογγῖν. 33. 5: - τὸ ἀδιάπτωτον, τὸ τέλειον, ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. 36. 4. | |lstext='''ἀδιάπτωτος''': -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς [[σφάλμα]], [[ἀδιάπταιστος]], Ἱππ. 1283. 21, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 110: - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. β. 26, 4· ἀναμαρτήτως, ἐπιτυχῶς, ἐπὶ τοξοτῶν, Ἡλιοδ. 9. 18. 2) [[ἀναμάρτητος]], [[ἄμεμπτος]], ἐπὶ συγγραφέων, Λογγῖν. 33. 5: - τὸ ἀδιάπτωτον, τὸ τέλειον, ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. 36. 4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[infalible]] εἰ δὲ μή, τὰ κατ' ἄλλα ἀδιάπτωτον y si no (haces eso), (sé al menos) infalible en cuanto a las demás cosas</i> e.e. no dejes de hacer las demás cosas</i> Hp.<i>Decent</i>.12.<br /><b class="num">2</b> [[inconmovible]] de la Virgen María πρὸς κακίας βάραθρον Anon.Hier.<i>Luc</i>.21.11.<br /><b class="num">II</b> de cosas y abstr.<br /><b class="num">1</b> ref. a distintas actividades [[infalible]], [[seguro]] ὁ δὲ τρόπος ... ἐυχερὴς καὶ [[ἀδιάπτωτος]] el procedimiento es simple e infalible</i> Plb.5.98.10, ἀδιάπτωτα γίνεται ... τὰ κατὰ τὰς νυκτερινὰς φυλακάς Plb.6.37.6<br /><b class="num">•</b>fil. (κατάληψις) ἐπιστημονική τε καὶ [[ἀδιάπτωτος]] (aprehensión) cognitiva e infalible</i> S.E.<i>M</i>.7.110, (φιλοσοφία) ἀ. καὶ εὐσταθής Iambl.<i>Protr</i>.21.<br /><b class="num">2</b> jur. y admin. [[seguro]], [[garantizado]] κομιδῆς ὑπαρχούσης ἀδιαπτώτου estando garantizada la recuperación (de la aportación efectuada)</i>, Plb.4.60.10, ὅπως δ' ἂγ καὶ ἀδιάπτωτα ὑπ[άρχῃ τὰ] χρήματα τῇ πόλει ἀεὶ εἰς τὴν ὠ[νὴν τοῦ σί] του <i>SEG</i> 36.788.5 (Samotracia III/II a.C.), cf. <i>IEphesos</i> 27.302 (II d.C.), de la ocupación de un cargo municipal vacante ἡ ἀρχὴ ἀ. ἐστιν τῇ πόλει <i>PRyl</i>.77.46, cf. 50 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[firme]], [[imperturbable]] τὴν ἀκίνητον ἔνστασιν καὶ ἀδιάπτωτον τῆς ψυχῆς περὶ τὴν ἁγνείαν el inconmovible y firme asiento del alma sobre la castidad</i> Meth.<i>Symp</i>.299.<br /><b class="num">III</b> gram.<br /><b class="num">1</b> [[correcto]], [[carente de defectos]], [[gramatical]] φράσις Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.214, προφορά D.T.629.12, cf. A.D.<i>Pron</i>.109.23.<br /><b class="num">2</b> [[no flexivo]], <i>EM</i> 643.48G.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ως [[sin fallos]], [[sin falta]] παραγίνονται δὲ πάντες ἀδιαπτώτως οἱ καταγραφέντες ref. al ejército, Plb.6.26.4, cf. 10.47.3, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.69, Hld.9.18.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:46, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A infallible, Hp.Decent.12, S.E.M.7.110; ἀρχὴ ἀ. τῇ πόλει PRyl.77.46 (ii A.D.). Adv. -τως Plb.6.26.4, cf. Stoic.3.69; unerringly, of archers, Hld.9.18. 2 faultless, of writers, Longin. 33.5; τὸ ἀ. perfection of style, Id.36.4; φράσις Diog.Bab.Stoic.3.214; προφορά D.T.629.12. 3 Gramm., not using cases at random, A.D.Pron.109.23. b uninflected, EM643.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπτωτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς σφάλμα, ἀδιάπταιστος, Ἱππ. 1283. 21, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 110: - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. β. 26, 4· ἀναμαρτήτως, ἐπιτυχῶς, ἐπὶ τοξοτῶν, Ἡλιοδ. 9. 18. 2) ἀναμάρτητος, ἄμεμπτος, ἐπὶ συγγραφέων, Λογγῖν. 33. 5: - τὸ ἀδιάπτωτον, τὸ τέλειον, ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. 36. 4.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 infalible εἰ δὲ μή, τὰ κατ' ἄλλα ἀδιάπτωτον y si no (haces eso), (sé al menos) infalible en cuanto a las demás cosas e.e. no dejes de hacer las demás cosas Hp.Decent.12.
2 inconmovible de la Virgen María πρὸς κακίας βάραθρον Anon.Hier.Luc.21.11.
II de cosas y abstr.
1 ref. a distintas actividades infalible, seguro ὁ δὲ τρόπος ... ἐυχερὴς καὶ ἀδιάπτωτος el procedimiento es simple e infalible Plb.5.98.10, ἀδιάπτωτα γίνεται ... τὰ κατὰ τὰς νυκτερινὰς φυλακάς Plb.6.37.6
•fil. (κατάληψις) ἐπιστημονική τε καὶ ἀδιάπτωτος (aprehensión) cognitiva e infalible S.E.M.7.110, (φιλοσοφία) ἀ. καὶ εὐσταθής Iambl.Protr.21.
2 jur. y admin. seguro, garantizado κομιδῆς ὑπαρχούσης ἀδιαπτώτου estando garantizada la recuperación (de la aportación efectuada), Plb.4.60.10, ὅπως δ' ἂγ καὶ ἀδιάπτωτα ὑπ[άρχῃ τὰ] χρήματα τῇ πόλει ἀεὶ εἰς τὴν ὠ[νὴν τοῦ σί] του SEG 36.788.5 (Samotracia III/II a.C.), cf. IEphesos 27.302 (II d.C.), de la ocupación de un cargo municipal vacante ἡ ἀρχὴ ἀ. ἐστιν τῇ πόλει PRyl.77.46, cf. 50 (II d.C.).
3 firme, imperturbable τὴν ἀκίνητον ἔνστασιν καὶ ἀδιάπτωτον τῆς ψυχῆς περὶ τὴν ἁγνείαν el inconmovible y firme asiento del alma sobre la castidad Meth.Symp.299.
III gram.
1 correcto, carente de defectos, gramatical φράσις Diog.Bab.Stoic.3.214, προφορά D.T.629.12, cf. A.D.Pron.109.23.
2 no flexivo, EM 643.48G.
IV adv. -ως sin fallos, sin falta παραγίνονται δὲ πάντες ἀδιαπτώτως οἱ καταγραφέντες ref. al ejército, Plb.6.26.4, cf. 10.47.3, Chrysipp.Stoic.3.69, Hld.9.18.6.