ἀνονείδιστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(6_18)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνονείδιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, [[ἄμεμπτος]], Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26.
|lstext='''ἀνονείδιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, [[ἄμεμπτος]], Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[irreprochable]] πάντα Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.62.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreprochablemente]] χορηγεῖν Herm.<i>Sim</i>.9.24.2.
}}
}}

Revision as of 11:54, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνονείδιστος Medium diacritics: ἀνονείδιστος Low diacritics: ανονείδιστος Capitals: ΑΝΟΝΕΙΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anoneídistos Transliteration B: anoneidistos Transliteration C: anoneidistos Beta Code: a)nonei/distos

English (LSJ)

ον,

   A irreproachable, Nic.Dam.p.119D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνονείδιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, ἄμεμπτος, Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26.

Spanish (DGE)

-ον
1 irreprochable πάντα Nic.Dam.Vit.Caes.62.
2 adv. -ως irreprochablemente χορηγεῖν Herm.Sim.9.24.2.