ἀναμφίεστος: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναμφίεστος''': -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν [[οἱονεί]] πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318. | |lstext='''ἀναμφίεστος''': -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν [[οἱονεί]] πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[ἀναμφίαστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 198] unangekleidet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίεστος: -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν οἱονεί πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318.
Spanish (DGE)
v. ἀναμφίαστος.