ἀργυρότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_16)
 
(big3_6)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠρότευκτος''': -ον, ἐξ ἀργύρου κατεσκευασμένος, Ἐπιφάν. κατὰ τῶν Αἱρέσ. 1. 1. 6. σ. 7D.
|lstext='''ἀργῠρότευκτος''': -ον, ἐξ ἀργύρου κατεσκευασμένος, Ἐπιφάν. κατὰ τῶν Αἱρέσ. 1. 1. 6. σ. 7D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[trabajado en plata]] subst. τὰ ἀργυρότευκτα [[objetos de plata]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.3.4 (p.177.14).
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρότευκτος: -ον, ἐξ ἀργύρου κατεσκευασμένος, Ἐπιφάν. κατὰ τῶν Αἱρέσ. 1. 1. 6. σ. 7D.

Spanish (DGE)

-ον
trabajado en plata subst. τὰ ἀργυρότευκτα objetos de plata Epiph.Const.Haer.3.4 (p.177.14).