ἀργυρότευκτος

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρότευκτος: -ον, ἐξ ἀργύρου κατεσκευασμένος, Ἐπιφάν. κατὰ τῶν Αἱρέσ. 1. 1. 6. σ. 7D.

Spanish (DGE)

-ον
trabajado en plata subst. τὰ ἀργυρότευκτα objetos de plata Epiph.Const.Haer.3.4 (p.177.14).