αἰσχρολοιχός: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσχρολοιχός''': -όν, ὁ αἰσχρὰ λείχων, γλωττοδεψῶν, ἀσελγαίνων διὰ τῆς γλώσσης, Εὐστ. Ἰλ. Ι. 518. | |lstext='''αἰσχρολοιχός''': -όν, ὁ αἰσχρὰ λείχων, γλωττοδεψῶν, ἀσελγαίνων διὰ τῆς γλώσσης, Εὐστ. Ἰλ. Ι. 518. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[fellator]] Suet.<i>Blasph</i>.70, Phot.λ 96. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A fellator, Eust.518.52, Phot. s.v. λαπτώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρολοιχός: -όν, ὁ αἰσχρὰ λείχων, γλωττοδεψῶν, ἀσελγαίνων διὰ τῆς γλώσσης, Εὐστ. Ἰλ. Ι. 518.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fellator Suet.Blasph.70, Phot.λ 96.