βοωνία: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
(6_10)
(big3_9)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοωνία''': ἡ, ἀγορὰ βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 10· βοώνητος, ον, ὁ ἀγορασθεὶς δι᾽ ἑνὸς βοός, Ἡσύχ.· τὰ βοώνητα, [[ὄνομα]] μέρους τινὸς ἐν Σπάρτη, Παυσ. 3. 12, 1.
|lstext='''βοωνία''': ἡ, ἀγορὰ βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 10· βοώνητος, ον, ὁ ἀγορασθεὶς δι᾽ ἑνὸς βοός, Ἡσύχ.· τὰ βοώνητα, [[ὄνομα]] μέρους τινὸς ἐν Σπάρτη, Παυσ. 3. 12, 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[compra de reses]], <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1496.73 (IV a.C.), <i>PMich.Zen</i>.30d.4 (III a.C.).
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοωνία Medium diacritics: βοωνία Low diacritics: βοωνία Capitals: ΒΟΩΝΙΑ
Transliteration A: boōnía Transliteration B: boōnia Transliteration C: voonia Beta Code: bowni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A purchase of oxen, IG2.741a8.    II βοωνία· αὔλιος θύρα (Cret.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

βοωνία: ἡ, ἀγορὰ βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 10· βοώνητος, ον, ὁ ἀγορασθεὶς δι᾽ ἑνὸς βοός, Ἡσύχ.· τὰ βοώνητα, ὄνομα μέρους τινὸς ἐν Σπάρτη, Παυσ. 3. 12, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
compra de reses, IG 22.1496.73 (IV a.C.), PMich.Zen.30d.4 (III a.C.).