Δαρεικός: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_15) |
(big3_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Δᾱρεικός''': ὁ, Περσικὸν χρυσοῦν [[νόμισμα]], [[κυρίως]] ἐπίθ. συμφωνοῦν πρὸς τὸ [[στατήρ]] ([[ὅπερ]] προστίθεται ἐν Θουκ. 8. 28, Ἡροδ. 7. 28), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· οὕτω, χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν (Δαρείου;) ἔχων Διόδ. 17. 66· χρυσὸς Δαρεικὸς Ἀλκίφρων 1. 5. (Λέγεται ὅτι κατὰ πρῶτον τὸ [[νόμισμα]] τοῦτο ἔκοψεν ὁ [[Δαρεῖος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἁρποκρ.) | |lstext='''Δᾱρεικός''': ὁ, Περσικὸν χρυσοῦν [[νόμισμα]], [[κυρίως]] ἐπίθ. συμφωνοῦν πρὸς τὸ [[στατήρ]] ([[ὅπερ]] προστίθεται ἐν Θουκ. 8. 28, Ἡροδ. 7. 28), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· οὕτω, χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν (Δαρείου;) ἔχων Διόδ. 17. 66· χρυσὸς Δαρεικὸς Ἀλκίφρων 1. 5. (Λέγεται ὅτι κατὰ πρῶτον τὸ [[νόμισμα]] τοῦτο ἔκοψεν ὁ [[Δαρεῖος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἁρποκρ.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(Δᾱρεικός) -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> Δαρῐκός Herod.7.102; [[δαριχός]] <i>SEG</i> 39.370.2, 6 (Amiclas V/IV a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[de Darío]], [[persa]] χρυσός <i>AP</i> 6.214 (Simon.).<br /><b class="num">2</b> [[de Darío]], [[con la efigie de Darío]] στατήρ Hdt.7.28, Th.8.28, χρυσὸς χαρακτῆρα Δ. ἔχων D.S.17.66, cf. Alciphr.1.5.2.<br /><b class="num">3</b> subst. ὁ Δ. [[dárico]] la moneda de oro persa con la efigie de Darío, Ar.<i>Ec</i>.602, Lys.12.11, X.<i>An</i>.1.1.9, Herod.l.c., <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.379.59 (V a.C.), <i>SEG</i> l.c., <i>CID</i> 2.24.1.4 (IV a.C.), <i>IG</i> 11(2).161B.43 (III a.C.), tb. de plata, Plu.<i>Cim</i>.10. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ, a Persian gold coin (but
A Δ. ἀργύρειοι Plu.Cim.10), prop. Adj. agreeing with στατήρ (in full, Th.8.28, Hdt.7.28), Ar.Ec. 602, X.An.1.1.9, Herod.7.122, etc.; so χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν ἔχων D.S.17.66; χρυσὸς Δαρεικός Alciphr.1.5:—written Δαρικός and Δαριχός, IG5(1).1 (Sparta). (From Δαρεῖος, cf. Poll.3.87, acc. to some not D. Nothus, Harp.; the connection with Bab. dariku (dub. sens.) is v. doubtful.)
Greek (Liddell-Scott)
Δᾱρεικός: ὁ, Περσικὸν χρυσοῦν νόμισμα, κυρίως ἐπίθ. συμφωνοῦν πρὸς τὸ στατήρ (ὅπερ προστίθεται ἐν Θουκ. 8. 28, Ἡροδ. 7. 28), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· οὕτω, χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν (Δαρείου;) ἔχων Διόδ. 17. 66· χρυσὸς Δαρεικὸς Ἀλκίφρων 1. 5. (Λέγεται ὅτι κατὰ πρῶτον τὸ νόμισμα τοῦτο ἔκοψεν ὁ Δαρεῖος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἁρποκρ.)
Spanish (DGE)
(Δᾱρεικός) -όν
• Alolema(s): Δαρῐκός Herod.7.102; δαριχός SEG 39.370.2, 6 (Amiclas V/IV a.C.)
1 de Darío, persa χρυσός AP 6.214 (Simon.).
2 de Darío, con la efigie de Darío στατήρ Hdt.7.28, Th.8.28, χρυσὸς χαρακτῆρα Δ. ἔχων D.S.17.66, cf. Alciphr.1.5.2.
3 subst. ὁ Δ. dárico la moneda de oro persa con la efigie de Darío, Ar.Ec.602, Lys.12.11, X.An.1.1.9, Herod.l.c., IG 13.379.59 (V a.C.), SEG l.c., CID 2.24.1.4 (IV a.C.), IG 11(2).161B.43 (III a.C.), tb. de plata, Plu.Cim.10.