ἐγχειριστής: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(6_14)
(big3_13)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχειριστής''': ὁ, διάφ. γρ. ἀντὶ ἐγχειρητὴς παρ. Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
|lstext='''ἐγχειριστής''': ὁ, διάφ. γρ. ἀντὶ ἐγχειρητὴς παρ. Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[que cursa órdenes]], <i>Gloss</i>.2.284, dud. en <i>IGChÉg</i>.479.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 713] ὁ, = ἐγχειρητής, d. l. bei Adamant. Physiogn. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειριστής: ὁ, διάφ. γρ. ἀντὶ ἐγχειρητὴς παρ. Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
que cursa órdenes, Gloss.2.284, dud. en IGChÉg.479.