ἀμμία: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(6_11)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμμία''': ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμμα, «μητεροῦλα» - [[ἀμμία]] Γυλλὶς Ἡρώνδου Μιμίαμβοι 1, 7. - «[[ἀμμία]], [[μήτηρ]], [[τροφός]]», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀμμία''': ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμμα, «μητεροῦλα» - [[ἀμμία]] Γυλλὶς Ἡρώνδου Μιμίαμβοι 1, 7. - «[[ἀμμία]], [[μήτηρ]], [[τροφός]]», Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἀμμίη Herod.1.7<br />[[aya]], [[nodriza]] Herod.l.c., Hsch., <i>EM</i> 1090.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμία Medium diacritics: ἀμμία Low diacritics: αμμία Capitals: ΑΜΜΙΑ
Transliteration A: ammía Transliteration B: ammia Transliteration C: ammia Beta Code: a)mmi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A mother or nurse, Herod.1.7, EM84.26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμία: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμμα, «μητεροῦλα» - ἀμμία Γυλλὶς Ἡρώνδου Μιμίαμβοι 1, 7. - «ἀμμία, μήτηρ, τροφός», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀμμίη Herod.1.7
aya, nodriza Herod.l.c., Hsch., EM 1090.