ἀφαιρέτης: Difference between revisions
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(6_15) |
(big3_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφαιρέτης''': ὁ, ὁ ἀφαιρῶν ἢ ἁρπάζων τι, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ν.224, Σουΐδ. ἐν λέξει [[ἐξαίτης]]. | |lstext='''ἀφαιρέτης''': ὁ, ὁ ἀφαιρῶν ἢ ἁρπάζων τι, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ν.224, Σουΐδ. ἐν λέξει [[ἐξαίτης]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que quita o se lleva]] c. gen. χρόνων de Saturno, Vett.Val.54.16, cf. Ptol.<i>Tetr</i>.4.6.1, ἐγὼ ἁμαρτιῶν [[ἔνοχος]], αὐτὸς δὲ ἁμαρτιῶν ἀ. Hippol.<i>Theoph</i>.3<br /><b class="num">•</b>[[ladrón]] λωποδύτης ὁ τούτων ἀ., λῃστής Sch.<i>Od</i>.13.224, Sud.s.u. [[ἐξαίτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who deprives, χρόνων Vett.Val.55.18, cf. Ptol.Tetr.189, Sch. Od.13.224, Suid. s.v. ἐξαίτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαιρέτης: ὁ, ὁ ἀφαιρῶν ἢ ἁρπάζων τι, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ν.224, Σουΐδ. ἐν λέξει ἐξαίτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que quita o se lleva c. gen. χρόνων de Saturno, Vett.Val.54.16, cf. Ptol.Tetr.4.6.1, ἐγὼ ἁμαρτιῶν ἔνοχος, αὐτὸς δὲ ἁμαρτιῶν ἀ. Hippol.Theoph.3
•ladrón λωποδύτης ὁ τούτων ἀ., λῃστής Sch.Od.13.224, Sud.s.u. ἐξαίτης.