ἀπογλύφω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
(6_3) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπογλύφω''': [ῠ]: μέλλ. -ψω, [[ἀποξέω]], γλύφων ἀφαιρῶ, [[ἀπολεπίζω]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2, Ἀλκίφρ. 3. 60, - «σαρκάζειν δέ ἐστι [[κυρίως]] τὸ τὸν κύνα πεινῶντα τὰ λεπτὰ τῶν σαρκῶν τοῦ ὀστέου ἀπογλύφειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 483. Πρβλ. τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ [[γλύφω]] κόκκαλα. | |lstext='''ἀπογλύφω''': [ῠ]: μέλλ. -ψω, [[ἀποξέω]], γλύφων ἀφαιρῶ, [[ἀπολεπίζω]], Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2, Ἀλκίφρ. 3. 60, - «σαρκάζειν δέ ἐστι [[κυρίως]] τὸ τὸν κύνα πεινῶντα τὰ λεπτὰ τῶν σαρκῶν τοῦ ὀστέου ἀπογλύφειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 483. Πρβλ. τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ [[γλύφω]] κόκκαλα. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[raspar]] Aret.<i>CD</i> 1.2.4, cf. Heliod. en Orib.48.33.3<br /><b class="num">•</b>[[pelar]] τῶν ῥοιῶν τὰ περικάρπια Alciphr.3.24.2.<br /><b class="num">2</b> en escultura [[tallar]], <i>Didyma</i> 32.16(11 a.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
A scrape or peel off, Aret.CD1.2, Alciphr.3.60; scrape thin, Heliod. ap.Orib.48.33.3; carve, of sculpture, Rev.Phil.44.251 (Didyma, ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογλύφω: [ῠ]: μέλλ. -ψω, ἀποξέω, γλύφων ἀφαιρῶ, ἀπολεπίζω, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2, Ἀλκίφρ. 3. 60, - «σαρκάζειν δέ ἐστι κυρίως τὸ τὸν κύνα πεινῶντα τὰ λεπτὰ τῶν σαρκῶν τοῦ ὀστέου ἀπογλύφειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 483. Πρβλ. τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ γλύφω κόκκαλα.
Spanish (DGE)
1 raspar Aret.CD 1.2.4, cf. Heliod. en Orib.48.33.3
•pelar τῶν ῥοιῶν τὰ περικάρπια Alciphr.3.24.2.
2 en escultura tallar, Didyma 32.16(11 a.C.).