ἐθνίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_19) |
(big3_13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθνίτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔθνους, Εὐστ. 901. 9, Σουΐδ.: παρ’ Ἡσυχ. τὸ ἐθνίστης πρέπει νὰ διορθωθῇ [[ἐθνίτης]]. | |lstext='''ἐθνίτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔθνους, Εὐστ. 901. 9, Σουΐδ.: παρ’ Ἡσυχ. τὸ ἐθνίστης πρέπει νὰ διορθωθῇ [[ἐθνίτης]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου<br />[[connacional]], [[paisano]] Paus.Gr.ε 11, Phot.ε 166, Eust.901.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A of the same nation, Eust.901.9, Suid.; ἐθνιστής, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθνίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους, Εὐστ. 901. 9, Σουΐδ.: παρ’ Ἡσυχ. τὸ ἐθνίστης πρέπει νὰ διορθωθῇ ἐθνίτης.
Spanish (DGE)
-ου
connacional, paisano Paus.Gr.ε 11, Phot.ε 166, Eust.901.9.