διπλός: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_11) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διπλός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[διπλόος]] (πρβλ. [[ἁπλός]]), Ὀππ. Κ. 2. 449, Ἀνθ. Π. 10. 101· συγκρ. διπλότερος = [[διπλάσιος]], Ἀππ. προοίμ. 10, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15. | |lstext='''διπλός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[διπλόος]] (πρβλ. [[ἁπλός]]), Ὀππ. Κ. 2. 449, Ἀνθ. Π. 10. 101· συγκρ. διπλότερος = [[διπλάσιος]], Ἀππ. προοίμ. 10, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[διπλόος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, poet. for διπλόος (cf. ἁπλός), Opp.C.2.449, AP10.101 (Bianor): Comp. διπλότερος,
A = διπλάσιος, App.Praef.10, Ev.Matt.23.15.
Greek (Liddell-Scott)
διπλός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ διπλόος (πρβλ. ἁπλός), Ὀππ. Κ. 2. 449, Ἀνθ. Π. 10. 101· συγκρ. διπλότερος = διπλάσιος, Ἀππ. προοίμ. 10, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15.
Spanish (DGE)
v. διπλόος.