Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἱμόω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
(6_1)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμόω''': [[αἱματόω]], ἐξ οὗ ἔχομεν Ἰων. παθ. μετοχ. αἱμευμένα· ἐν Ἱππ. 1138C. κ. ὁ Δινδ. διορθοῖ αἱμοῦσα ἀντὶ αἱμάσσουσα ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 226. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύη αἱμώθη διὰ τοῦ ᾑματώθη.
|lstext='''αἱμόω''': [[αἱματόω]], ἐξ οὗ ἔχομεν Ἰων. παθ. μετοχ. αἱμευμένα· ἐν Ἱππ. 1138C. κ. ὁ Δινδ. διορθοῖ αἱμοῦσα ἀντὶ αἱμάσσουσα ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 226. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύη αἱμώθη διὰ τοῦ ᾑματώθη.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ensangrentar]] en v. pas., Hsch.s.u. αἱμώθη.
}}
}}

Revision as of 12:10, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμόω Medium diacritics: αἱμόω Low diacritics: αιμόω Capitals: ΑΙΜΟΩ
Transliteration A: haimóō Transliteration B: haimoō Transliteration C: aimoo Beta Code: ai(mo/w

English (LSJ)

   A = αἱματόω, in Pass., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμόω: αἱματόω, ἐξ οὗ ἔχομεν Ἰων. παθ. μετοχ. αἱμευμένα· ἐν Ἱππ. 1138C. κ. ὁ Δινδ. διορθοῖ αἱμοῦσα ἀντὶ αἱμάσσουσα ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 226. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύη αἱμώθη διὰ τοῦ ᾑματώθη.

Spanish (DGE)

ensangrentar en v. pas., Hsch.s.u. αἱμώθη.