ἀκρόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
(6_22) |
(big3_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρόχειρ''': χειρος, ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄκρα]] [[χείρ]], ὅ ἐ. τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ [[κάτω]] [[μέρος]], ενῷ ἡ [[λέξις]] χεὶρ περιλαμβάνει καὶ τὸν βραχίονα, Γαλην. παρὰ Πτολεμ. καὶ [[ἀκρόχειρον]], τό, πρβλ. [[ἀκρόπους]]. Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀκρόχειρ]], [[ἀνδροφόνος]].» | |lstext='''ἀκρόχειρ''': χειρος, ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄκρα]] [[χείρ]], ὅ ἐ. τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ [[κάτω]] [[μέρος]], ενῷ ἡ [[λέξις]] χεὶρ περιλαμβάνει καὶ τὸν βραχίονα, Γαλην. παρὰ Πτολεμ. καὶ [[ἀκρόχειρον]], τό, πρβλ. [[ἀκρόπους]]. Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀκρόχειρ]], [[ἀνδροφόνος]].» | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-χειρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. plu. -χέρων <i>Hymn.Id.Dact</i>.13]<br />[[asesino]], <i>Hymn.Id.Dact</i>.l.c., <i>EM</i>α 723, cf. [[ἀκρόχειρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 85] ἡ, Vorderarm, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόχειρ: χειρος, ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄκρα χείρ, ὅ ἐ. τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ κάτω μέρος, ενῷ ἡ λέξις χεὶρ περιλαμβάνει καὶ τὸν βραχίονα, Γαλην. παρὰ Πτολεμ. καὶ ἀκρόχειρον, τό, πρβλ. ἀκρόπους. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀκρόχειρ, ἀνδροφόνος.»
Spanish (DGE)
-χειρος, ὁ
• Morfología: [gen. plu. -χέρων Hymn.Id.Dact.13]
asesino, Hymn.Id.Dact.l.c., EMα 723, cf. ἀκρόχειρος.