ἀμπελόπρασον: Difference between revisions
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(6_21) |
(big3_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμπελόπρασον''': τό, ἀγριόπρασον, κοινῶς «πρασουλίδα» ἢ «πρασιλίθρα» Λατ. allium ampeloprasum, Διοσκ. 2. 180, Ἀθήν. 371F: ὁ Μοῖρις σ. 115 λέγει: «[[γηθυλλίς]], Ἀττικῶς· [[ἀμπελόπρασον]], Ἑλληνικῶς.» | |lstext='''ἀμπελόπρασον''': τό, ἀγριόπρασον, κοινῶς «πρασουλίδα» ἢ «πρασιλίθρα» Λατ. allium ampeloprasum, Διοσκ. 2. 180, Ἀθήν. 371F: ὁ Μοῖρις σ. 115 λέγει: «[[γηθυλλίς]], Ἀττικῶς· [[ἀμπελόπρασον]], Ἑλληνικῶς.» | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />bot. [[ajopuerro]] o [[puerro silvestre]], [[Allium ampeloprasum L.]], Did.<i>Fr.Lex</i>.5.31 p.51, Dsc.2.150, Plin.<i>HN</i> 24.136, Gal.6.659, Moer.114, Hdn.Gr.1.376, Hsch., <i>Hippiatr.Cant</i>.71.18. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A wild leek, Allium Ampeloprasum, Dsc.2.150, Did. ap. Ath.9.371f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελόπρασον: τό, ἀγριόπρασον, κοινῶς «πρασουλίδα» ἢ «πρασιλίθρα» Λατ. allium ampeloprasum, Διοσκ. 2. 180, Ἀθήν. 371F: ὁ Μοῖρις σ. 115 λέγει: «γηθυλλίς, Ἀττικῶς· ἀμπελόπρασον, Ἑλληνικῶς.»
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. ajopuerro o puerro silvestre, Allium ampeloprasum L., Did.Fr.Lex.5.31 p.51, Dsc.2.150, Plin.HN 24.136, Gal.6.659, Moer.114, Hdn.Gr.1.376, Hsch., Hippiatr.Cant.71.18.