ἀμετάσχετος: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6_18) |
(big3_3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετάσχετος''': -ον, οὗ δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ μετάσχῃ τις, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου σ. 11. | |lstext='''ἀμετάσχετος''': -ον, οὗ δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ μετάσχῃ τις, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου σ. 11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=glos. a ἀσχαδές Hsch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάσχετος: -ον, οὗ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετάσχῃ τις, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου σ. 11.
Spanish (DGE)
glos. a ἀσχαδές Hsch.