ἀνηλειψία: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_10) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνηλειψία''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ μὴ ἀληλιμμένου, [[ἀκαθαρσία]], Πολύβ. 3. 87, 2. | |lstext='''ἀνηλειψία''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ μὴ ἀληλιμμένου, [[ἀκαθαρσία]], Πολύβ. 3. 87, 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. [[ἀναλειψία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A being unanointed, uncleanliness, Hp.Vict.2.57, Plb. 3.87.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηλειψία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ μὴ ἀληλιμμένου, ἀκαθαρσία, Πολύβ. 3. 87, 2.
Spanish (DGE)
v. ἀναλειψία.